DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
egenkapital n
gen. μετοχικό κεφάλαιο
account. κεφάλαιο και αποθεματικά
busin. ίδιο κεφάλαιο; καθαρή λογιστική θέση
busin., account. καθαρή περιουσιακή κατάσταση
fin. ίδια κεφάλαια; ίδια κεφάλαια της τράπεζας; κανονιστικά ίδια κεφάλαια; κεφαλαιακή βάση; ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια; ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις
law, market. καθαρή θέση εταιρείας
egenkapital: 35 phrases in 7 subjects
Business1
Economy1
Finances26
Law1
Marketing4
Medical1
Transport1