词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
短语
blend [blend] 动词
一般 ανάμιξη
农业 οίνος εξ αναμίξεως; μίγμα
医疗的 μίγμα; κράμα; αναμιγνύω ανέμιςα; συγχωνεύω συγχώνεψα
煤炭, 冶金 ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων; συλλιπάσματα
电子产品 μείξη
食品工业 οίνος ανάμιξης
blending ['blendɪŋ] 动词
农业 ανάμιξη
农业, 食品工业 σύμμειξη
化学, 电子产品 μίξη ανθράκων κατά αναλογία
机械工程 ρύθμιση εφαρμογής
行业, 建造 χαρμάνιασμα
运输 συνδυασμός φρένων δυναμικού μηχανισμού και τριβής
to blend [blend] 动词
医疗的 αναμιγνύω
 英语 词库
blend [blend] 缩写
缩写, 石油/石油 blnd
BLEND [blend] 动词
油和气 blending master control block
blend: 62 短语, 17 学科
信息技术1
农业15
冶金1
化学8
地球科学1
建造1
微软1
技术2
文化学习1
材料科学1
煤炭8
物理科学1
经济2
自然科学4
行业5
财政2
食品工业8