DictionaryForumContacts

Morphology analysis
εναλλασσω (1) | Verb
1 εναλλασσω
2 εεναλλασσα
3 εναλλασσε
4 εναλλασσεις
5 εεναλλασσες
6 εναλλασσε
7 εναλλασσει
8 εεναλλασσε
9 εναλλασσε
10 εναλλασσουμε
11 εναλλασσαμε
12 εναλλασσεtε
13 εναλλασσεtε
14 εναλλασσαtε
15 εναλλασσεtε
16 εναλλασσουν
17 εεναλλασσαν
18 εtεεναλλασσω
19 εεναλλασσα
20 εναλλασσεις
21 εεναλλασσες
22 εναλλασσε
23 εναλλασσει
24 εεναλλασσε
25 εναλλασσε
26 εναλλασσουμε
27 εναλλασσαμε
28 εναλλασσtε
29 εναλλασσεtε
30 εναλλασσαtε
31 εναλλασσtε
32 εναλλασσουν
33 εεναλλασσαν
34 tεεναλλασσει
35 εναλλασσει
36 εναλλασσει
37 εναλλασσει
38 εναλλασσει
39 εναλλασσει
40 εναλλασσει
41 εναλλασσει
42 εναλλασσει
43 εναλλασσει
44 εναλλασσει
45 εναλλασσει