Subject | English | Greek |
tech., industr., construct. | air cleaner | καθαριστήρας αέρα |
industr., construct. | air cleaner | φίλτρο αέρος |
tech., industr., construct. | air cleaner | απομακρυντής σκόνης |
environ. | air cleaning | καθαρισμός του αέρα |
environ. | air cleaning index | δείκτης καθαρισμού |
environ. | air filter cleaner | συσκευή καθαρισμού φίλτρου αέρα |
chem., met. | airless cleaning | καθαρισμός με υδροβολισμό υψηλής πίεσης |
met. | alcaline cleaning | αλκαλικός καθαρισμός |
chem., met. | alkaline cleaning | αλκαλική απολίπανση |
industr., chem. | all-purpose cleaner | προϊόν καθαρισμού γενικής χρήσεως |
agric. | all-root crop cleaner | καθαριστήρας ριζών και βολβών |
chem. | anodic cleaning | ανοδικός καθαρισμός λιπαρών |
chem. | anodic cleaning | απομάκρυνση λιπών με αντίστροφο ρεύμα |
chem. | anodic cleaning | ανοδική απολίπανση |
coal., met. | ascension pipe cleaner | συσκευή καθαρισμού του σωλήνος ανόδου |
agric. | aspiration cleaning | πνευματική διαλογή |
agric. | aspiration cleaning | αεροδυναμική διαλογή |
el. | atomically-clean semiconductor surface | Επιφάνεια ημιαγωγού ατομικά καθαρή |
life.sc., agric. | bad cleaning soil | κολλώδες έδαφος |
commun., mech.eng. | bag-cleaning machine | μηχανή ξεσκονίσματος των σάκκων |
commun., mech.eng. | bag-cleaning machine | μηχανή καθαρισμού των σάκκων |
industr., construct. | bag for vacuum cleaner | σάκος ηλεκτρικής σκούπας |
industr., construct. | bag for vacuum cleaner | σάκος για απορροφητήρες σκόνης |
transp., mech.eng. | ballast-cleaning machine | μηχανή κοσκινίσματος του έρματος |
environ. | ballast cleaning operation | εργασίες καθαρισμού ερμάτων |
agric. | barley cleaning | καθαρισμός του κριθαριού |
agric. | barley cleaning | καθαρισμός της κριθής |
agric. | barley cleaning equipment | συσκευές καθαρισμού του κριθαριού |
agric. | barley cleaning equipment | συσκευές καθαρισμού της κριθής |
agric. | barn cleaner | εκκενωτής-μεταφορέας κοπριάς |
agric. | barn cleaner | καθαριστής σταύλου |
agric. | barn cleaner | εκκενωτής κοπριάς |
mater.sc., met. | barrel cleaning | καθαρισμός σε περιστρεφόμενο τύμπανο |
tech., industr., construct. | basket of a dry-cleaning machine | κάδος μηχανής στεγνού καθαρισμού |
med. | bed cleaning centre | κέντρο καθαρισμού κλινών |
med. | bedpan-cleaner | συσκευή καθαρισμού πάπιας |
chem. | blanket gas clean-up system | σύστημα καθαρισμού του προστατευτικού αερίου |
agric. | bran cleaner | μηχανή καθαρισμού των πίτουρων |
met. | bright clean surface | μεταλλική καθαρή επιφάνεια |
mun.plan. | brush for cleaning cylindrical lamp glasses | ψήκτρα για γυαλιά λαμπών |
mun.plan. | brush for cleaning tubes and piping | ψήκτρα για τον καθαρισμό σωληνώσεων |
mun.plan. | brush for cleaning tubes and piping | μάκτρo για τον καθαρισμό σωληνώσεων |
agric. | burr cleaner | κόσκινο-δεξαμενή |
agric. | burr cleaner | βαρέλι-κοσκινιστής |
nucl.phys., mech.eng. | bypass clean-up system | σύστημα καθαρισμού εν παρακάμψει |
chem. | carbon dioxide clean-up system | σύστημα καθαρισμού του διοξειδίου του άνθρακα |
chem. | cathodic cleaning | καθοδική απολίπανση |
el. | central vacuum cleaner | κεντρική ηλεκτρική σκούπα |
chem. | chemical clean-up | χημικός καθαρισμός |
met. | chemical cleaning | χημικός καθαρισμός |
chem. | chemical cleaning | χημικός καθαρισμός ρούχων |
chem. | chemical cleaning | στεγνό καθάρισμα ρούχων |
chem. | chemical cleaning basin | λεκάνη χημικού καθαρισμού |
chem. | chemical coal cleaning | χημικός καθαρισμός άνθρακα |
IT, el. | chemical hole cleaning | χημικός καθαρισμός ανοιγμάτων |
med. | chemically disinfecting dry-cleaning procedure | διαδικασία CDT |
environ. | city cleaning | καθαριότητα στην πόλη/δημοτική υπηρεσία καθαριότητας |
mater.sc. | to clean a firebox | καθαρίζω το πυροκιβώτιο |
mater.sc. | to clean a firebox | καθαρίζω την εστία |
fin. | clean acceptance | γενική αποδοχή |
fin. | clean acceptance | αποδοχή χωρίς επιφυλάξεις |
environ. | clean air area Areas where significant reductions in ozone forming pollutants have been achieved through industrial initiatives to control and/or prevent pollution, through implementation of transportation improvement plans, national efforts to reduce automobile tailpipe emissions and lower the volatility (evaporation rate) of gasoline | περιοχή καθαρού αέρα |
environ. | clean air area | περιοχή καθαρού αέρα |
environ. | clean air car Vehicles that function without emitting pollutants in the atmosphere | "καθαρό" αυτοκίνητο |
environ. | Clean Air for Europe Programme | Πρόγραμμα "Καθαρός αέρας για την Ευρώπη" |
gen. | clean area | περιοχή επιτηρούμενης καθαριότητος |
forestr. | clean barked and basted | αποφλοιωμένο και αποκλαδωμένο |
forestr. | clean barked and basted | καθαρισμένο |
chem., el. | clean box | κάδος τελικού καθαρισμού |
environ., agric. | clean burn | αποτεφρωμένον πεδίον |
agric. | clean burning | καύσις καθαρισμού |
coal. | clean coal | άνθρακας διαλογής |
coal. | clean coal | καθαρός άνθρακας |
environ. | clean coal | καθαρό κάρβουνο |
ecol. | Clean Coal Technology | τεχνολογία καθαρού άνθρακα |
nucl.phys. | clean cold critical reactor | κρίσιμος αντιδραστήρας με πυρήνα ψυχρό και αδηλητηρίαστο |
gen. | clean combustion | καθαρή καύση |
gen. | clean-condition | συνθήκη καθαριότητος |
gen. | clean conditions | συνθήκες καθαριότητος |
gen. | clean conditions area | περιοχή επιτηρούμενης καθαριότητος |
industr., construct., met. | clean cut | καθαρή κοπή |
insur. | clean cut basis | λογιστική ρύθμιση απαιτήσεων και υποχρεώσεων |
econ. | clean development mechanism | μηχανισμός καθαρής ανάπτυξης |
environ. | Clean Development Mechanism credit | πίστωση CDM |
environ. | Clean Development Mechanism credit | πίστωση Μηχανισμού Καθαρής Ανάπτυξης |
el. | clean dry air | καθαρός ξηρός αέρας |
environ., el. | clean energies | καθαρή μορφή ενέργειας |
gen. | clean energies | καθαρές μορφές ενέργειας |
environ., energ.ind. | Clean Energy Ministerial | υπουργική διάσκεψη για την καθαρή ενέργεια |
environ., tech. | clean energy technology | τεχνολογία καθαρής ενέργειας |
fin. | clean fees | καθαρή αμοιβή |
fin. | clean float | ελεύθερη διακύμανση |
fin., econ. | clean floating | ελεύθερη διακύμανση |
nat.sc. | clean-geometry experiment | πείραμα καθαρής γεωμετρίας |
agric. | clean grain | καλός σπόρος |
agric. | clean grain | καλός κόκκος |
agric. | clean grain | καθαρός σπόρος |
agric. | clean grain elevator | ανυψωτήρας χρησίμων κόκκων |
agric. | clean grain elevator | ανυψωτήρας καθαρού σπόρου |
comp., MS | clean installation | καθαρή εγκατάσταση (The process of installing Windows onto a bare-metal system or overwriting an existing operating system installation. Clean installations do not migrate data from previous installations) |
gen. | clean-out crew | προσωπικό καθαριότητας |
gen. | clean-out gang | προσωπικό καθαριότητας |
agric. | clean out trap | σιφώνι |
mun.plan. | clean outdoor air | ανανέωση του αέρα με καθαρό |
earth.sc. | clean plasma | πλάσμα υψηλής καθαρότητας |
life.sc. | clean precipitation | κανονική βροχή |
life.sc. | clean precipitation | καθαρή βροχή |
fin., account. | clean price | καθαρή τιμή |
el. | clean production of hydrogen | καθαρή παραγωγή υδρογόνου |
nat.sc. | clean production technology | Ανάπτυξη τεχνολογίας για καθαρή παραγωγή |
nucl.phys. | clean radwaste | καθαρός ραδιενεργός ρύπος |
nucl.phys. | clean radwaste | καθαρό υγρό απόβλητο |
life.sc. | clean rain | καθαρή βροχή |
life.sc. | clean rain | κανονική βροχή |
gen. | clean reactor | παρθένος αντιδραστήρας |
el. | clean room | θάλαμος ελέγχου ατμόσφαιρας |
industr., construct. | clean scouring | ολοκληρωμένο πλύσιμο |
industr., construct. | clean scouring | γενικό πλύσιμο |
nat.sc., agric. | clean sea water | καθαρό θαλάσσιο νερό |
nat.sc., agric. | clean seed planting technique | φύτευση με πιστοποιημένο καθαρό υλικό |
life.sc. | clean snow | κανονικό χιόνι |
life.sc. | clean snow | καθαρό χιόνι |
environ. | clean soil | καθαρό έδαφος |
environ. | clean soil | απορρυπανθέν έδαφος |
earth.sc., mech.eng. | clean space | χώρος ελεγχόμενης συσσώρευσης κονιορτού |
earth.sc., mech.eng. | clean space | καθαρός χώρος |
life.sc. | clean stratosphere | στρατόσφαιρα μη διαταραγμένη |
life.sc. | clean stratosphere | φυσική στρατόσφαιρα |
life.sc. | clean stratosphere | καθαρή στρατόσφαιρα |
comp., MS | clean system | καθαρό σύστημα (An installation of Windows that has not been modified and has not had any additional software installed on it) |
environ. | clean technology Industrial process which causes little or no pollution | "καθαρή" τεχνολογία |
environ. | clean technology Industrial process which causes little or no pollution | αντιρρυπαντική τεχνολογία |
econ. | clean technology | καθαρές τεχνολογίες |
environ., UN | Clean Technology Fund | Ταμείο καθαρών τεχνολογιών |
gen. | to clean the floor and all objects contaminated by this material, use... to be specified by the manufacturer | για τον καθαρισμό του πατώματος και όλων των αντικειμένων που έχουν μολυνθεί απ αυτό το υλικό χρησιμοποιείτε...το είδος καθορίζεται από τον κατασκευαστή |
gen. | to clean the floor and all objects contaminated by this material, use... to be specified by the manufacturer | Σ40 |
earth.sc., transp. | clean up | αεροδυναμική στιλπνότητα |
earth.sc., transp. | clean-up | αεροδυναμική λειότητα |
earth.sc., transp. | clean-up | αεροδυναμική στιλπνότητα |
comp., MS | Clean Up | Εκκαθάριση (An action that removes redundant messages from an e-mail conversation to reduce information overload and improve readability) |
earth.sc., transp. | clean up | αεροδυναμική λειότητα |
chem. | clean-up bed | κλίνη καθαρισμού |
chem. | clean-up cell | κυψέλη καθαρισμού |
chem. | clean-up circuit | κύκλωμα καθαρισμού |
chem. | clean-up demineralizer | αποσκληρυντής καθαρισμού |
chem. | clean-up demineralizer pump | αντλία αποσκληρυντή καθαρισμού |
chem. | clean-up demineralizer system | σύστημα αποσκληρυντή καθαρισμού |
chem. | clean-up efficiency | βαθμός αποδόσεως καθαρισμού |
chem. | clean-up plant | εγκατάσταση καθαρισμού |
chem. | clean-up plant for the reactor coolant | εγκατάσταση καθαρισμού του ψυκτικού του αντιδραστήρα |
chem. | clean-up process | διαδικασία καθαρισμού |
environ. | clean-up programme | πρόγραμμα εξυγίανσης |
gen. | clean-up system | σύστημα καθαρισμού |
gen. | clean urban transport | καθαρές αστικές μεταφορές |
earth.sc., mech.eng. | clean work station | καθαρός χώρος εργασίας |
tech., industr., construct. | cleaner device | νηματοκαθαριστής |
tech., industr., construct. | cleaner device with suction of a drawing frame | μηχανισμός καθαρισμού σύρτη με αναρρόφηση |
industr., chem. | cleaner for sanitary facilities | προϊόν καθαρισμού εγκαταστάσεως υγιεινής |
mun.plan. | cleaner for smoking pipes | ψήκτρα για τον καθαρισμό των πιπών |
mun.plan. | cleaner for smoking pipes | βουρτσάκι για τον καθαρισμό των πιπών |
agric. | cleaner-grader | καθαριστήρας-διαλογέας κόκκων |
tech., industr., construct. | cleaner roller of a balle opener | καθαριστικός κύλινδρος ανοικτικού δεμάτων |
industr., construct. | cleaner rubber | χνουδιασμένο δέρμα |
agric. | cleaner-separator | επιλογέας κόκκων |
agric. | cleaner-separator | διαχωριστήρας κόκκων |
agric. | cleaner with sacking elevator | καθαριστήρας-ανυψωτήρας-σακκιαστής |
industr., construct. | cleaning and dressing | καθάρισμα και φινίρισμα |
fish.farm. | cleaning and gutting | καθαρισμός και απεντέρωση |
transp. | cleaning aperture | στόμιο καθαρισμού |
tech., industr., construct. | cleaning aspirator | διάταξη φιλτραρίσματος |
agric. | cleaning bee | μέλισσα καθαρισμού |
chem., mech.eng. | cleaning belt | ιμάντας καθαρισμού |
environ. | cleaning by means of bag filter | αποκονίωση με σακκόφιλτρα |
environ. | cleaning by mechanical shaking | απόφραξη με μηχανική δόνηση |
transp. | cleaning cart | αμαξίδιο καθαριότητας |
industr., construct. | cleaning-cloth | μάκτρο καθαρισμού |
industr., construct. | cleaning-cloth | κν.πανί καθαρισμού |
chem. | cleaning compound containing enzyme | ενζυματικό απορρυπαντικό |
agric. | cleaning crop | καλλιέργεια προετοιμασίας |
el. | cleaning cycle | κύκλος καθαρισμού |
agric. | cleaning drum | τύμπανο καθαρισμού |
tech., industr., construct. | cleaning element | στοιχείο καθαρισμού |
tech., industr., construct. | cleaning elements | στοιχεία καθαρισμού |
agric., mech.eng. | cleaning equipment | συσκευή καθαρισμού |
environ. | cleaning factor | συντελεστής καθαρισμού |
industr., construct., el. | cleaning frequency delayer | μείωση της συχνότητας καθαρισμού |
el. | cleaning head width | πλάτος πέλματος καθαρισμού |
econ. | cleaning house | κέντρο διαλογής |
econ. | cleaning industry | καθαριστήριο |
environ. | cleaning liquid | υγρό πλύσης |
environ. | cleaning liquid | υγρό καθαρισμού |
work.fl., IT | cleaning of data | εξάλειψη δεδομένων |
work.fl., IT | cleaning of data | εκκαθάριση δεδομένων |
el. | cleaning of insulators | καθαρισμός των μονωτήρων |
agric. | cleaning plate | πλάκα καθαρισμού |
environ., chem. | cleaning preparation | παρασκευάσματα καθαρισμού |
mun.plan., construct. | cleaning preparations | παρασκευάσματα για το καθάρισμα |
environ. | cleaning product | προϊόν καθαρισμού |
mun.plan., agric. | cleaning programm | πρόγραμμα καθαρισμού |
earth.sc., mech.eng. | cleaning pump | αντλία καθαρισμού με πίεση |
industr., construct. | cleaning roller | ρόλος καθαρίσματος |
industr., construct. | cleaning roller | κύλινδρος καθαρίσματος |
IT, el. | cleaning shoe | πόδι καθαρισμού |
gen. | cleaning solvent | υλικό απολίπανσης |
gen. | cleaning solvent | διαλύτης απολίπανσης |
mech.eng. | cleaning strainer | χονδροειδές φίλτρο |
mech.eng. | cleaning tank | λεκάνη καθαρισμού σε συνεργεία επισκευής |
mech.eng. | cleaning tank | κάδος καθαρισμού σε συνεργεία επισκευής |
commun. | cleaning tape cassette | κασέτα ταινίας καθαρισμού |
environ. | cleaning up The process of bringing desert, marsh, sea coast or other waste or unproductive land into use or cultivation | εξυγίανση |
environ. | cleaning up | αποκαθαρισμός/εξυγίανση |
environ. | cleaning up The process of bringing desert, marsh, sea coast or other waste or unproductive land into use or cultivation | αποκαθαρισμός |
environ. | cleaning up waste | απόβλητα αποκαθαρισμού εξυγίανσης |
environ. | Climate and Clean Air Coalition | Συνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων |
environ. | Climate and Clean Air Coalition | Συμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα |
environ. | Climate and Clean Air Coalition to Reduce Short Lived Climate Pollutants | Συνασπισμός για το Κλίμα και τον Καθαρό Αέρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων κλιματικών ρύπων |
environ. | Climate and Clean Air Coalition to Reduce Short Lived Climate Pollutants | Συμμαχία για το κλίμα και μια καθαρή ατμόσφαιρα με στόχο τη μείωση των βραχύβιων ρυπαντών που επιβαρύνουν το κλίμα |
chem. | co2 clean-up system | σύστημα καθαρισμού του διοξειδίου του άνθρακα |
met. | cold emulsifiable cleaning | καθαρισμός μέσω σαπουνελαίων σε θερμοκρασία περιβάλλοντος |
agric. | cold high pressure cleaning | πλύσιμο με κρύο νερό υπό πίεση |
met. | cold soak cleaning | καθαρισμός μέσω σαπουνελαίων σε θερμοκρασία περιβάλλοντος |
mun.plan. | comb-cleaning brush | ψήκτρα για χτένια |
mun.plan. | comb-cleaning brush | βούρτσα για χτένες |
cultur. | combined film cleaning and treatment machine | μικτή μηχανή καθαρισμούσφουγγίσματοςκαι αποστίλπνωσης των ταινιών |
chem. | combined reactor coolant clean-up and condensate polishing plant | συνδυασμένη εγκατάσταση καθαρισμού ψυκτικού του αντιδραστήρα και αποσκληρύνσεως του συμπυκνώματος |
agric. | comb-vacuum cleaner | ξύστρα με απορρόφηση |
agric. | comb-vacuum cleaner for horse clipper | ξύστρα με απορρόφηση για κουρευτική μηχανή |
nat.sc., agric. | commercial cleaner | καθαριστήριο |
mech.eng. | containment air cleaning system | σύστημα καθαρισμού αέρα του προστατευτικού περιβλήματος |
mater.sc., met. | contamination corrosion caused by cleaning with wire brushes | διάβρωση από μόλυνση που προκαλείται από καθαρισμό με συρμάτινες βούρτσες |
environ. | contract cleaner A commercial service provider, usually bound by a written agreement, responsible for the removal of dirt, litter or other unsightly materials from any property | ανάδοχος του έργου καθαρισμού |
environ. | contract cleaner | ανάδοχος του έργου καθαρισμού |
tech., industr., construct. | conveyor bucket of a waste cleaner | καρότσι μεταφοράς ανοικτικού φύρας |
industr. | coolant water clean-up system | σύστημα καθαρισμού του ύδατος ψύξεως |
agric., mech.eng. | cooling basin with cleaning plant | δεξαμενή ψύξης με σύστημα καθαρισμού |
chem. | cover gas clean-up system | σύστημα καθαρισμού του προστατευτικού αερίου |
agric. | cowshed cleaner | καθαριστής σταύλου |
agric. | crown cleaner | περιστροφικός τροχός μύλου |
agric. | cylindrical cleaning drum | τύμπανο καθαρισμού |
gen. | daily cleaning | ημερήσια εκκαθάριση daily cleaning |
tech., industr., construct. | delivery table of a waste cleaner | τραπέζι εξόδου ανοικτικού φύρας |
chem. | denture cleaner | προϊόν για τον καθαρισμό των οδοντοστοιχιών |
health., environ., industr. | detergent or cleaning compound which contains enzymes | προϊόν πλυσίματος και καθαρισμού που περιέχει ένζυμα |
health., environ., industr. | detergent or cleaning compound which contains enzymes | βιολογικό απορρυπαντικό |
chem. | detergents and cleaning products | απορρυπαντικά και προϊόντα καθαρισμού |
chem. | direct cleaning | καθοδική απολίπανση |
agric., construct. | ditch cleaner | συντηρητής τάφρων |
agric., construct. | ditch cleaner | καθαριστής τάφρων |
agric., construct. | ditch cleaning | καθαρισμός χανδάκων |
agric., construct. | ditch cleaning | καθαρισμός κοίτης ρευμάτων |
coal., met. | door and frame cleaner | μηχάνημα καθαρισμού θυρών και πλαισίων |
coal., met. | door and jamb cleaner | μηχάνημα καθαρισμού θυρών και πλαισίων |
agric. | dry centrifugal air cleaner | φυγοκεντρικός καθαριστήρας |
agric. | dry centrifugal air cleaner | ξηρός καθαριστήρας |
industr., construct. | dry clean | καθαρίζω με στεγνό καθάρισμα |
chem. | dry cleaning | χημικός καθαρισμός ρούχων |
environ. | dry cleaning To clean fabrics etc. with a solvent other than water | στεγνό καθάρισμα |
industr. | dry cleaning | στεγνό καθάρισμα |
gen. | Dry cleaning | Στεγνό καθάρισμα |
mun.plan. | dry cleaning fluid for cleaning clothing | προϊόν για το στεγνό καθάρισμα των ενδυμάτων |
industr., construct. | dry cleaning machine | μηχανή στεγνού καθαρίσματος |
tech., industr., construct. | dry-cleaning machine | μηχάνημα στεγνού καθαρισμού |
met. | dry gas cleaning | καθαρισμός ξηρού αερίου |
agric. | dry-brush cleaner | καθαριστήρας με ψήκτρες |
agric. | dung-channel cleaner | εκκενωτής κοπριάς με κεντρική αλυσίδα |
agric. | dung-channel cleaner | εκκενωτής κοπριάς με συνεχή αλυσίδα με πτερύγια |
agric. | dung-channel cleaner | καθαριστής σταύλου |
agric. | egg cleaning | καθάρισμα αυγών |
agric. | electric cattle cleaner | ψήκτρα |
agric. | electric cattle cleaner | ξύστρα ηλεκτρική |
met. | electrolytic cleaning | ηλεκτρολυτικός καθαρισμός |
chem. | electrolytic cleaning | ηλεκτρολυτική απολίπανση |
met. | electrostatic gas cleaning | ηλεκτροστατικός καθαρισμός αερίου |
agric. | elevator cleaner | διαχωριστήρας-καθαριστήρας-ανυψωτήρας |
agric. | elevator cleaner | διαχωριστήρας-ανυψωτήρας |
health., agric., anim.husb. | emptying and cleaning stomachs and intestines | εκκένωση, καθάρισμα και κοπή περιττών τεμαχίων των στομάχων και των εντέρων |
environ. | environmentally clean process | περιβαλλοντικά καθαρές διαδικασίες |
nat.sc., agric. | equipment for cleaning viscera | εξοπλισμός για τον καθαρισμό των σπλάχνων |
fin. | European Clean Transport Facility | Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για καθαρές μεταφορές |
environ., UN | Executive Board of the Clean Development Mechanism | Εκτελεστικό συμβούλιο του μηχανισμού καθαρής ανάπτυξης |
industr. | exhaust clean-up system | εξάρτημα καθαρισμού καυσαερίων |
tech., industr., construct. | fan of a waste cleaner | ανεμιστήρας ανοικτικού φύρας |
tech., industr., construct. | fan unit of a dry-cleaning machine | μονάδα ανεμιστήρα μηχανής στεγνού καθαρισμού |
industr., construct. | fastness to dry cleaning | σταθερότητα σε στεγνό καθάρισμα |
tech., industr., construct. | feed lattice of a waste cleaner | ψάθα τροφοδοσίας ανοικτικού φύρας |
tech., industr., construct. | feed plate of a waste cleaner | πλάκα τροφοδοσίας ανοικτικού φύρας |
tech., industr., construct. | feed roller of a waste cleaner | τροφοδοτικός κύλινδρος ανοικτικού φύρας |
tech., industr., construct. | feed table of a waste cleaner | τραπέζι τροφοδοσίας ανοικτικού φύρας |
cultur. | film cleaning device | διάταξη νεταρίσματος της ταινίας |
cultur. | film cleaning device | διάταξη καθαρισμού της ταινίας |
cultur. | film cleaning machine | μηχανή για το καθάρισμασφούγγισματων κινηματογραφικών ταινιών |
environ. | fine cleaning | καθαρισμός υψηλού βαθμού |
mech.eng. | flame cleaning | καθάρισμα με τη φλόγα |
met. | flame cleaning | καθάρισμα με φλόγα χρωματισμένων επιφανειών |
met. | flame cleaning | καθαρισμός διά φλογός |
met. | flame cleaning blowpipe | φλογοαυλός απομάκρυνσης σκουριάς |
met. | flame cleaning blowpipe | φλογοαυλός αποξείδωσης |
met. | flame cleaning burner | φλογοαυλός απομάκρυνσης σκουριάς |
met. | flame cleaning burner | φλογοαυλός αποξείδωσης |
met. | flame cleaning torch | φλογοαυλός απομάκρυνσης σκουριάς |
met. | flame cleaning torch | φλογοαυλός αποξείδωσης |
environ. | flue gas cleaning system | σύστημα καθαρισμού καυσαερίων |
agric. | fully automatic cleaning | αυτόματος καθαρισμός |
agric., mech.eng. | fully automatic mechanical cowshed cleaning systems | αυτοματοποιημένα συστήματα καθαρισμού στάβλων |
industr., construct., chem. | furnace platform cleaner | Eξέδρα καθαρισμού κλιβάνου |
environ. | gas cleaner | καθαριστήρας αερίου |
met. | gas cleaning | καθαρισμός αερίων |
met. | gas cleaning | καθαρισμός αερίων υψικαμίνου |
coal., met. | gas cleaning plant | συσκευή επεξεργασίας αερίου |
el. | general purpose vacuum cleaner | ηλεκτρική σκούπα γενικής χρήσης |
coal., met. | gooseneck cleaner | συσκευή καθαρισμού του σωλήνος ανόδου |
chem. | gradient column cleaning | βαθμιδωτός καθαρισμός στήλης |
agric. | grain and seed cleaning and sorting | καθαρισμός και διαλογή κόκκων και σπόρων |
agric. | grain cleaner | απλός καθαριστήρας κόκκων |
agric. | grain cleaning machine | καθαριστήρας-διαχωριστήρας |
agric. | grain cleaning machine | καθαριστήρας |
agric. | gut cleaning machine | μηχανή για το πλύσιμο των εντέρων |
agric. | gutter cleaner | καθαριστής σταύλου |
mech.eng., construct. | handrail cleaning fluid | υγρό καθαρισμού κυλιομένου χειρολισθητήρα |
mech.eng. | headlamp cleaning device | συσκευή καθαρισμού των εμπρόσθιων φανών |
transp., industr. | headlamp cleaning device | συσκευή καθαρισμού φανών |
industr., construct., chem. | heat cleaning | Kαθάρισμα δια θερμάνσεως |
comp., MS | Hibernation File Cleaner | Καθαρισμός αρχείων αδρανοποίησης (A feature that allows deletion of the files created during hibernation) |
industr., construct. | high consistency vortex cleaner | φυγοκεντρικός καθαριστής παχύρρευστου πολτοαιωρήματος |
agric. | high pressure cleaner | συσκευή καθαρισμού με υψηλή πίεση |
mun.plan., agric. | high pressure cleaning with hot water | πλύσιμο με ζεστό νερό υπό πίεση |
coal. | hot gas clean-up system | σύστημα καθαρισμού θερμών αερίων |
nat.sc. | hot-gas cleaning | καθαρισμός θερμών απαερίων |
construct. | industrial cleaning | βιομηχανικός καθαρισμός |
med. | instrument for cleaning gums and sockets | όργανο για τον καθαρισμό των ούλων και των φατνωμάτων των δοντιών |
gen. | International Federation of Associations of Cleaning Products Manufacturers | Διεθνής Ομοσπονδία Ενώσεων Κατασκευαστών Απορρυπαντικών Προϊόντων |
coal. | intrinsically clean conversion process | μέθοδος καθαρής μετατροπής |
commer., polit., interntl.trade. | issuance of a Clean Report of Findings or a note of non-issuance | έκδοση έκθεσης απολογισμού ή σημειώματος που γνωστοποιεί τη μη έκδοση τέτοιας έκθεσης |
coal., met. | jamb cleaner | μηχάνημα καθαρισμού θυρών και πλαισίων |
agric. | jet cleaner | μηχάνημα καθαρισμού με ακροφύσιο |
nat.sc. | laminar flow clean room | λευκό δωμάτιο με παράλληλες ροές |
nat.sc., agric. | leaf cleaning extractor | εξαγωγέας-καθαριστής φύλλων |
nat.sc., agric. | leaf cleaning extractor | αναρροφητής φύλλων |
tech., industr., construct. | left side of a waste cleaner | αριστερή πλευρά ανοικτικού φύρας |
tech., industr., construct. | length of a waste cleaner | μήκος ανοικτικού φύρας |
tech., industr., construct. | lint filter of a dry-cleaning machine | φίλτρο χνουδιών-σκουπιδιών μηχανήματος στεγνού καθαρισμού |
tech., industr., construct. | lint trap of a dry-cleaning machine | φίλτρο χνουδιών-σκουπιδιών μηχανήματος στεγνού καθαρισμού |
agric. | loader-cleaner | φορτωτική-ξελασπωτική μηχανή |
tech., industr., construct. | loading door of a dry-cleaning machine | πόρτα μηχανής στεγνού καθαρισμού |
agric. | machete cleaning | καθαρισμός με μαχαίρι |
agric. | machine for cleaning | μηχανή καθαρισμού |
cultur. | machine for cleaning and dusting negatives | μηχανή καθαρισμού και αφαίρεσης της σκόνης από τα αρνητικά |
mech.eng. | machines for cleaning off gelatin inking rollers | μηχανή αφαίρεσης ζελατίνης στους μελανωτήρες |
agric. | magnetic barley cleaning equipment | συσκευή μαγνητικού καθαρισμού του κριθαριού |
agric. | magnetic barley cleaning equipment | συσκευή μαγνητικού καθαρισμού της κριθής |
gen. | to make a clean sweep | σκουπίζω το πλοίο |
agric. | malt cleaning | καθαρισμός της βύνης |
agric. | malt cleaning equipment | συσκευές καθαρισμού της βύνης |
agric. | mechanical barn cleaner | εγκατάσταση καθαρισμού αγωγών |
met. | mechanical cleaning | μηχανικός καθαρισμός σκωρίας |
agric. | mechanized cleaning of farm buildings | μηχανοποιημένος καθαρισμός του στάβλου |
agric. | mobile cleaner-grader | κινητό συγκρότημα καθαριστήρα-διαλογέα |
agric. | mobile cleaning automat | αυτόματο κινητό σύστημα καθαρισμού |
environ. | mobile soil cleaning plant | κινητή μονάδα εξυγίανσης εδάφους |
agric. | motor driven seed cleaner | καθαριστήρας κόκκων με κινητήρα |
environ. | Multiannual programme of technological action to promote the clean and efficient use of solid fuels | Πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων |
R&D., energ.ind. | multiannual programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuels | πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων' πρόγραμμα CARNOT |
energ.ind. | Multiannual Programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuels | πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων |
mun.plan. | nail cleaner | ξύστρα νυχιών |
environ. | National Society for Clean Air and Environmental Protection | Εθνική Εταιρεία για Καθαρό Αέρα και Προστασία του Περιβάλλοντος |
met. | nozzle cleaner | καθαριστής ακροφυσίου |
met. | nozzle cleaning tool | βελόνα καθαρισμού |
earth.sc., mech.eng. | off-gas cleaning equipment | σύστημα καθαρισμού των απαερίων |
agric. | onion cleaner | καθαριστήρας κρεμμυδιών |
agric. | onion cleaning roller | καθαριστήρας κρεμμυδιών |
industr. | open-top cleaner | ανοικτή συσκευή καθαρισμού |
tech., industr., construct. | outer drum of a dry-cleaning machine | εξωτερικό τύμπανο μηχανής στεγνού καθαρισμού |
tech., industr., construct. | outlet damper of a dry-cleaning machine | απαγωγός οσμών μηχανήματος στεγνού καθαρισμού |
mun.plan. | pipe cleaner | ψήκτρα για τον καθαρισμό των πιπών |
met. | plasma cleaning | καθαρισμός με πλάσμα |
agric. | pneumatic cleaner | ανεμιστήρας-καθαριστήρας |
agric. | pneumatic cleaner | καθαριστήρας με σύστημα στροβιλισμού |
agric. | pneumatic cleaner | πνευματικός καθαριστήρας-διαχωριστήρας |
agric. | pneumatic cleaner | πνευματικός καθαριστήρας |
agric. | pneumatic cleaner | πνευματικός διαχωριστήρας |
environ. | pneumatic cleaning | απόφραξη με πεπιεσμένο αέρα |
agric. | pot cleaning brush | βούρτσα για τον καθαρισμό γλάστρας |
agric. | potato cleaner | καθαριστήρας χωμάτων γεωμήλων |
agric. | potato cleaner | μηχανή αφαίρεσης χωμάτων από τους βολβούς |
agric. | potato cleaner | διαλογέας γεωμήλων |
agric. | potato cleaner | καθαριστήρας-διαχωριστήρας |
agric. | potato cleaner and sorter | μηχανή ταξινόμησης γεωμήλων |
agric. | potato cleaner and sorter | μηχανή διαλογής γεωμήλων |
agric. | potato cleaner and sorter | διαλογέας-ταξινομητής γεωμήλων |
forestr. | pre-clean | προκαθαρισμός |
agric. | pre-cleaner | προκαθαριστήρας |
agric. | pre-cleaner | καθαριστήρας-διαχωριστήρας κόκκων |
environ. | primary cleaning | πρωτοβάθμιος καθαρισμός |
industr., construct. | product with a clean-cut edge | προϊόν με κανονικά άκρα |
energ.ind. | production of clean electricity | παραγώγη καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας |
tech., industr., construct. | pulp cleaning | καθαρισμός του πολτού |
tech., industr., construct. | pulp cleaning | καθαρισμός του πολτοαιωρήματος |
environ. | pulse jet cleaning | απόφραξη με πεπιεσμένο αέρα |
tech., industr., construct. | pump of a dry-cleaning machine | αντλία μηχανήματος στεγνού καθαρισμού |
chem. | reverse cleaning | απομάκρυνση λιπών με αντίστροφο ρεύμα |
chem. | reverse current cleaning | απομάκρυνση λιπών με αντίστροφο ρεύμα |
chem. | reverse-current cleaning | απομάκρυνση λιπών με αντίστροφο ρεύμα |
tech., industr., construct. | right side of a waste cleaner | δεξιά πλευρά ανοικτικού φύρας |
agric. | rinsing with clean | πρόπλυση με κρύο νερό |
agric. | roller cleaner | καθαριστήρας με κύλινδρο |
agric. | roller cleaner | διαχωριστήρας με κύλινδρο |
nat.sc., agric. | room for emptying and cleaning of stomachs and intestines | χώρος εκκένωσης και καθαρισμού στομάχων και εντοσθίων |
agric. | root cleaner | καθαριστήρας ριζών και βολβών |
agric. | root cutter with cleaner | κοπτική μηχανή ριζών με διάταξη ξηρού καθαρισμού |
agric. | root cutter with cleaning cage | ριζοκόπτης με σύστημα καθαρισμού |
agric. | root cutter with spiral elevator and cleaner | ριζοκόπτης με ανυψωτικό σπειροειδές σύστημα καθαρισμού |
nat.sc., agric. | rota cleaning system | περιστρεφόμενο σύστημα καθαρισμού |
nat.sc., agric. | rotary cleaner | περιστροφικός καθαριστής |
agric. | rotary cleaner | περιστρεφόμενο κόσκινο |
nat.sc., agric. | rotary cleaner | καθαριστής κορμού |
agric. | rotary cleaner | κυλινδρικό κόσκινο |
coal. | sand for cleaning metals | άμμος για τον καθαρισμό των μετάλλων |
agric. | scraper dung cleaning,delta scraper | απομάκρυνση κοπριάς με ξέστρο |
tech., industr., construct. | scroll conveyor of a waste cleaner | ελικοειδής κύλινδρος μεταφοράς ανοικτικού φύρας |
agric. | seed cleaner | καθαριστήρας-διαχωριστήρας |
agric. | seed cleaner and grader | καθαριστήρας-διαλογέας κόκκων |
agric. | seed cleaner-grader | μηχανή για τον καθαρισμό των σπόρων σποράς |
chem., el. | self-clean oven | αυτοκαθαριζόμενος φούρνος |
IT | self-cleaning | αυτοκαθαριζόμενος |
environ. | self-cleaning capacity | ικανότητα αυτοκαθαρισμού |
agric., construct. | self-cleaning drip-feed system | αυτοκαθαριζόμενο σύστημα στάγδην αρδεύσεως |
mech.eng. | self cleaning element | αυτοκαθαριζόμενο στοιχείο |
mech.eng. | self cleaning element | αυτοκαθαριζόμενο διηθητικό στοιχείο φίλτρου |
chem. | self cleaning paint | αυτοκαθαριζόμενο χρώμα |
transp., industr., construct. | self-cleaning tread depth | βάθος γραμμώσεων ελαστικού |
environ. | self-cleaning velocity | ταχύτητα αυτοκαθαρισμού |
gen. | Seminar on a Market of Clean Products by 1992 | Σεμινάριο "Μια αγορά καθαρών προϊόντων για το 1992" |
environ. | sewer-cleaning equipment | εξοπλισμός καθαρίσματος οχετού |
mun.plan., industr., construct. | shoe-cleaning case | θήκη για παπούτσια |
agric. | shuttle stroke barn cleaner | εκκενωτής κοπριάς με μικρές ξύστρες |
mun.plan. | sink-cleaning brush | ψήκτρα νεροχύτη |
mun.plan. | sink-cleaning brush | βούρτσα νεροχύτη |
environ. | sludges from washing and cleaning | Λάσπες από πλύση και καθαρισμό |
environ. | sludges from washing, cleaning, peeling, centrifuging and separation | Λάσπες από την πλύση, καθαρισμό, αποφλοίωση, φυγοκέντρηση και διαχωρισμό |
environ. | soil from cleaning and washing beet | Χώματα από τον καθαρισμό και πλύση των σακχαροτεύτλων |
chem. | solvent cleaning | απολίπανση με οργανικούς διαλύτες |
mech.eng. | spray cleaning | καθάρισμα με πιστόλι |
mech.eng. | spray cleaning | καθάρισμα με εκτοξευτήρα |
mater.sc. | steam clean of vehicule | καθαρισμός του οχήματος με ατμό |
agric. | steam cleaner | συσκευή καθαρισμού με ατμό |
tech., industr., construct. | stock cleaning | καθαρισμός του πολτού |
environ. | street cleaning | οδοκαθαρισμός |
environ. | street cleaning The process of removing dirt, litter or other unsightly materials from city or town streets | οδοκαθαρισμός |
environ. | street cleaning residues | Υπολείμματα από τον καθαρισμό δρόμων |
environ. | street cleaning residues | υπολείμματα από τον καθαρισμό δρόμων |
agric. | stripping and cleaning harvester | συλλεκτική-αποφλοιωτική-καθαριστική μηχανή |
agric. | stubble cleaner | άροτρο για ενταφιασμό της καλαμιάς με υνία |
agric. | suction fan cleaner | καθαριστήρας κόκκων με αναρρόφηση |
agric. | sugar-beet cleaner | ξελασπωτής |
agric. | sugar-beet cleaner | μηχανή ξελασπώματος τεύτλων |
agric. | sweep chain and paddle cleaner | εκκενωτής κοπριάς με συνεχή αλυσίδα με πτερύγια |
transp. | tanker cleaning | καθαρισμός δεξαμενοπλοίου |
agric. | track cleaner | υνί για σκάλισμα από τον οπίσθιο τροχό του ελκυστήρα |
agric. | track cleaner | αποσβέστης ιχνών |
agric. | track cleaning | σβήσιμο των ιχνών |
agric. | track cleaning | περιορισμός των ιχνών |
transp. | train cleaning sidings | εργοτάξιο καθαρισμού |
transp. | train cleaning sidings | γραμμές καθαρισμού |
transp., mil., grnd.forc. | train interior cleaning | καθαρισμός εσωτερικού αμαξοστοιχίας |
tech., industr., construct. | travelling cleaner | κινούμενος καθαριστής |
nat.sc., agric. | trunk cleaner | περιστροφικός καθαριστής |
agric. | udder cleaning | καθαρισμός του μαστού |
chem. | ultra clean chemical laboratory | χημικό εργαστήριο υπερυψηλής καθαρότητας |
tech. | ultra clean laboratory | εργαστήριο υπερυψηλής καθαρότητας |
mater.sc. | ultra-clean technology | τεχνολογία της εργασίας σε υπερκαθαρή ατμόσφαιρα |
tech., industr., construct. | ultra cleaner | επικλινές καθαριστικό |
mater.sc. | ultrasonic cleaner | συσκευή καθαρισμού με υπερήχους |
mun.plan. | ultrasonic cleaning equipment | συσκευή καθαρισμού με υπερήχους |
mater.sc. | ultrasonic cleaning unit | συσκευή καθαρισμού με υπερήχους |
el. | vacuum cleaner | ηλεκτρική σκούπα |
agric. | vacuum cleaner for cattle | ξύστρα ζώων με ηλεκτρική απορρόφηση |
mun.plan. | vacuum cleaner hose | σωλήνας ηλεκτρικής σκούπας |
mun.plan. | vacuum cleaner tube | σωλήνας ηλεκτρικής σκούπας |
industr., construct. | vortex cleaner | φυγοκεντρικός καθαριστής |
agric. | warm high pressure cleaning | πλύσιμο με ζεστό νερό υπό πίεση |
tech., industr., construct. | waste cleaner | ανοικτικό φύρας |
industr., construct. | waste cleaning machine | ανοιητική μηχανή υποπροϊόντων |
environ. | waste from marine transport tank cleaning, containing chemicals | Απόβλητα από καθαρισμό δεξαμενών θαλάσσιας μεταφοράς, που περιέχουν χημικές ουσίες |
environ. | waste from marine transport tank cleaning, containing oil | Απόβλητα από καθαρισμό δεξαμενών θαλάσσιας μεταφοράς, που περιέχουν πετρέλαιο |
environ. | waste from railway and road transport tank cleaning containing chemicals | Απόβλητα από καθαρισμό δεξαμενών σιδηδρομικής ή οδικής μεταφοράς που περιέχουν χημικές ουσίες |
environ. | waste from railway and road transport tank cleaning containing oil | Απόβλητα από καθαρισμό δεξαμενών σιδηροδρομικής ή οδικής μεταφοράς που περιέχουν πετρέλαιο |
environ. | waste from storage tank cleaning, containing chemicals | Απόβλητα από καθαρισμό δεξαμενών αποθήκευσης που περιέχουν χημικές ουσίες |
environ. | waste from storage tank cleaning, containing oil | Απόβλητα από καθαρισμό δεξαμενών αποθήκευσης που περιέχουν πετρέλαιο |
environ. | waste from transport and storage tank cleaning except 05 00 00 and 12 00 00 | Απόβλητα από τον καθορισμό δεξαμενών μεταφοράς και αποθήκευσης εκτός 05 00 00 και 12 00 00 |
environ. | waste from transport and storage tank cleaning except 05 00 00 and 12 00 00 | απόβλητα από τον καθαρισμό δεξαμενών μεταφοράς και αποθήκευσηςεκτός 05 00 00 και 12 00 00 |
environ. | waste from washing and cleaning of minerals | Απόβλητα από πλύσιμο και καθαρισμό ορυκτών |
environ. | wastes from textile cleaning and degreasing of natural products | Απόβλητα από τον καθαρισμό υφασμάτων και την απολίπανση φυρικών προϊόντων |
environ. | wastes from textile cleaning and degreasing of natural products | απόβλητα από τον καθαρισμό υφασμάτων και την απολίπανση φυσικών προϊόντων |
environ. | wastes from transport tank, storage tank and barrel cleaning except 05 and 13 | απόβλητα από τον καθαρισμό δεξαμενών μεταφοράς και αποθήκευσηςεκτός 05 00 00 και 12 00 00 |
el. | water filter vacuum cleaner | ηλεκτρική σκούπα με φίλτρο νερού |
environ. | wet gas-cleaning | υγρός καθαρισμός του αερίου |
chem. | whitening for cleaning footwear | λευκό για υποδήματα |
tech., industr., construct. | width of a waste cleaner | πλάτος ανοικτικού φύρας |
industr., construct., mech.eng. | willow-wastes beater and cleaner | αυτόματος χτυπητής-καθαριστής για υποπροϊόντα |
IT, dat.proc., transp. | window cleaning product | προϊόν καθαρισμού υαλοπινάκων |