DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Medical containing Combined | all forms | exact matches only
EnglishGreek
combined chronic toxicity carcinogenicity testσυνδυασμένη δοκιμασία χρόνιας τοξικότητας και ικανότητας καρκινογένεσης
combined chronic toxicity/carcinogenicity testσυνδυασμένη δοκιμασία χρόνιας τοξικότητας και ικανότητας καρκινογένεσης
combined epitopeσυνδυασμένος επίτοπος
combined estrogen/progestogen contraceptionοιστροπρογεστερονική αντισύλληψη
combined hydrotherapeutic cureσυνδυασμένη υδροθεραπεία
combining siteθέση συνδυασμού
general combining abilityγενική συνδυαστική ικανότης
peniscopy combined with acetic-acidπεοσκοπία με οξικό οξύ
severe combined immunodeficiencyβαρεία συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια
severe combined immunodeficiencyσοβαρή περίπτωση συνδυασμένης ανοσοανεπάρκειας
specific combining abilityειδική συνδυαστική ικανότης
tuberculosis combined with asbestosisσυνδυασμός πνευμονικής φυματιώσεως με αμιαντίαση
X-linked severe combined immunodeficiencyφυλοσύνδετη SCID
X-linked severe combined immunodeficiencyφυλοσύνδετη βαρεία συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια