DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Statistics containing Common | all forms | exact matches only
EnglishGreek
common aggregation for the purpose of making economic analysesκοινή κατάρτιση συγκεντρωτικών στοιχείων με σκοπό την πραγματοποίηση οικονομικών αναλύσεων
common CPA within the Communityσυvαρτώμεvη πρoς τις δραστηριότητες στατιστική ταξιvόμηση πρoiόvτωv στηvΕυρωπαiκή ΟικovoμικήΚoιvότητα
common factorκοινός παράγων
common factorκοινός παράγοντας
common factor spaceχώρος κοινών παραγόντων
common factor spaceκοινός χώρος παράγοντας
common factor varianceδιασπορά κοινού παράγοντα
common law marriageγάμος με κοινό νόμο
common population projectionκοινή πληθυσμιακή προβολή
manufacture of common pottery goodsπαραγωγή κεραμικών προϊόντων από κοινή γη