DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Counter | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Agreement between the European Community and its Member States, of the one part, and the Swiss Confederation, of the other part, to counter fraud and all other illegal activities affecting their financial interestsΣυμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων
counter-actionανταγωγή
counter-terrorist cooperationαντιτρομοκρατική συνεργασία
Directory of specialized counter-terrorist competences,skills and expertiseευρετήριο ειδικών αντιτρομοκρατικών δεξιοτήτων,ικανοτήτων και γνώσεων
national counter-terrorist agencyεθνική αντιτρομοκρατική υπηρεσία
national measure to counter abuseεθνικό μέτρο για την καταπολέμηση της κατάχρησης