DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Protected | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Convention on the Prevention and Punishment of Crimes against Internationally Protected Persons, including Diplomatic AgentsΣύμβαση για την πρόληψη και την τιμωρία εγκλημάτων που στρέφονται κατά των διεθνώς προστατευομένων προσώπων συμπεριλαμβανομένων και των διπλωματικών αντιπροσώπων
Euro-Arab Agreement to promote and protect investmentsΕυρωαραβική Σύμβαση για την προώθηση και προστασία των επενδύσεων
explosion protected electrical equipment and lightingηλεκτρολογικός εξοπλισμός και φωτισμός προστατευόμενοι από έκρηξη
prevent, protect, pursue and respondπρόληψη, προστασία, καταδίωξη και αντίδραση
protected areaπροστατευόμενη περιοχή
protected siteειδικά κατασκευασμένη, ενισχυμένη, θέση, ανθεκτική σε ΑΒΧ επίθεση