DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Shared | all forms | exact matches only
EnglishGreek
cargo-sharing agreementσυμφωνία καταμερισμού των φορτίων
equitable sharing criteriaδίκαια κριτήρια κατανομής
equity sharingμοίρασμα κεφαλαίου
equity sharingμερισμός κεφαλαίου
option to convert sharesπρονόμιο μετατροπής μετοχών
preferred sharesπρονομιούχες μετοχές
profit-sharing agreementσύμβαση συμμετοχής
profit sharing, incentive remunerationσυμμετοχή των εργαζομένων επί των κερδών
profit-sharing planπρόγραμμα συμμετοχής των υπαλλήλων στα κέρδη της επιχείρησης
to prohibit from sharing sales commissionsαπαγορεύεται να μοιράζονται τις προμήθειες επί των πωλήσεων
Protocol on the exercise of shared competenceΠρωτόκολλο σχετικά με την άσκηση των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων
reserves for own sharesαποθεματικό για ίδιες μετοχές ή ίδια μερίδια
shared area of prosperity and peaceκοινός χώρος ευημερίας και ειρήνης
shared competenceσυντρέχουσα αρμοδιότητα
shared-cost contractσύμβαση κοινής δαπάνης
shared ownershipσυνιδιοκτησία
shared parentingαπό κοινού γονική μέριμνα
vertically-shared competenceαρμοδιότητα που διαμοιράζεται καθέτως
where the circumstances are exceptional order that costs be sharedκατανέμω τα έξοδα λόγω συνδρομής εξαιρετικών λόγων