Subject | English | Greek |
work.fl., lab.law. | access to an activity | πρόσβαση σε μια δραστηριότητα |
gov., social.sc., empl. | accident occurring in the course of occupational activities | εργατικό ατύχημα |
gen. | to accord priority treatment to certain activities | με την αντιμετώπιση κατά προτεραιότητα εκείνων των δραστηριοτήτων... |
law | achieve a stage in attaining freedom of establishment as regards a particular activity | πραγματοποιώ ένα στάδιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα |
earth.sc. | activation gas activity | ραδιενέργεια αερίου ενεργοποιήσεως |
econ. | activities being transferred | μετατόπιση δραστηριοτήτων |
econ., pharma. | activities carried out by a worker | δραστηριότητες εργαζομένου |
gen. | activities determining downtime | δραστηριότητες καθορίζουσες τον χρόνο εκτός λειτουργίας |
law, min.prod. | activities in the Area | δραστηριότητες στην περιοχή |
law, fin. | activities in the public interest | δραστηριότητες γενικού συμφέροντος |
law | b activities of a commercial character | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
law | b activities of a commercial character | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
law, commer. | activities of a commercial character | εμπορικές δραστηριότητες |
law | b activities of a commercial character | οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: βιομηχανικές δραστηριότητες |
law | b activities of a commercial character | εμπορικές δραστηριότητες |
law, industr. | activities of an industrial character | βιομηχανικές δραστηριότητες |
econ. | activities of an industrial character:activities.of a commercial character | βιομηχανικές δραστηριότητες-εμπορικές δραστηριότητες |
law | activities of craftsmen | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
law | c activities of craftsmen | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
law | c activities of craftsmen | εμπορικές δραστηριότητες |
law | c activities of craftsmen | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
law | c activities of craftsmen | οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: βιομηχανικές δραστηριότητες |
med. | activities of daily living scale | κλίμακα καθημερινών δραστηριοτήτων |
law | activities of the Joint Research Centre | δράσεις που αναλαμβάνονται από το Κοινό Κέντρο ΕρευνώνΚΚΕ |
law | d activities of the professions | εμπορικές δραστηριότητες |
law | d activities of the professions | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
law | d activities of the professions | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
econ. | activities of the professions | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
law | d activities of the professions | οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: βιομηχανικές δραστηριότητες |
law | activities which are connected with the exercise of official authority | οι δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας |
law | activities which fall within the scope of Union law | δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης |
gen. | activity accident | ατύχημα συνεπαγόμενο έκλυση ραδιενέργειας |
econ., fin. | activity allied to banking | παρατραπεζική υπηρεσία |
econ., transp. | activity allocation model | πρότυπο διανομής συγκοινωνίας |
social.sc., empl. | activity as a self-employed person | αυτοαπασχόληση |
social.sc., empl. | activity as a self-employed person | μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα |
social.sc., empl. | activity as a self-employed person | ανεξάρτητη απασχόληση |
law | activity as an employed person | μισθωτή απασχόληση |
law | activity as an employed person | μισθωτή εργασία |
gen. | activity as an employed person | μισθωτή δραστηριότητα |
fin., econ. | activity-based budgeting | κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων |
fin. | activity-based costing | κοστολόγηση βάσει της δραστηριότητας |
gov., econ. | Activity Based Management | διαχείριση με βάση τις δραστηριότητες |
gen. | activity-based tourism | τουρισμός σε συνδυασμό με αθλητικές δραστηριότητες |
gen. | activity buildup | συσσώρευση ραδιενέργειας |
chem. | activity coefficient | συντελεστής δραστικότητας |
mater.sc. | activity coefficient | συντελεστής δραστηριότητας |
phys.sc., nucl.phys. | activity concentration | συγκέντρωση ραδιενέργειας |
phys.sc., nucl.phys. | activity concentration | ραδιενέργεια όγκου |
construct., mun.plan., phys.sc. | activity concentration index | δείκτης συγκέντρωσης ραδιενέργειας |
earth.sc. | activity content | ραδιενεργόν περιεχόμενον |
earth.sc. | activity content of stainless steel hulls | ραδιενέργεια των αποκομμάτων από ανοξείδωτο χάλυβα του περιβλήματος του πυρηνικού καυσίμου |
econ., polit., loc.name. | activity core | γαλάζια μπανάνα |
earth.sc. | activity curve | καμπύλη ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity decay | πτώση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity decay | μείωση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity decay | εξασθένηση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity dip | εξασθένηση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity dip | μείωση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity dip | πτώση της ραδιενέργειας |
account. | activity driver | οδηγός κόστους δραστηριοτήτων |
comp., MS | Activity Feeds | Τροφοδοσίες δραστηριοτήτων (A solution in Microsoft Dynamics CRM that displays posts about records) |
gen. | activity for journalists | ενέργεια υπέρ του γραπτού τύπου |
earth.sc. | activity inventory | περιεχόμενη ραδιενέργεια |
chem. | activity involving chemical agents | δραστηριότητα όπου υπεισέρχονται χημικοί παράγοντες |
tech. | activity measuring point | σημείο μετρήσεως ραδιενέργειας |
chem., el. | activity of a purifying material | δραστικότητα καθαρτικού υλικού |
econ., fin. | activity of borrower on the domestic market | δανειοληπτικές πράξεις στις εγχώριες αγορές |
law | activity of improving a product | δραστηριότητα βελτίωσης του προϊόντος |
agric. | activity on a particular topic | θεματική ενέργεια |
agric. | activity on a particular topic | ενέργεια κατά θέματα |
fin. | activity outside the programme | ενέργεια εκτός του προγράμματος |
earth.sc. | activity range | εύρος ραδιενεργείας |
econ., stat., empl. | activity rate | συμμετοχή στην αγορά εργασίας |
econ. | activity rate | ποσοστό απασχόλησης |
econ. | activity rate | ποσοστό απασχολουμένων |
gen. | activity ratio | ποσοστό συμμετοχής |
gen. | activity ratio | ποσοστό απασχολουμένων |
econ. | activity ratios | ποσοστό επιχειρησιακής δραστηριότητας |
phys.sc. | activity reduction | εξασθένηση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity reduction | μείωση της ραδιενέργειας |
phys.sc. | activity reduction | πτώση της ραδιενέργειας |
fin., commun. | activity report | έκθεση δραστηριοτήτων |
earth.sc. | activity retention capability | ικανότης συγκρατήσεως ραδιενεργείας |
earth.sc. | activity source | πηγή ραδιενεργείας |
gen. | activity studies | μελέτη δραστηριοτήτων |
med. | activity therapy | ενεργητική ομαδική ψυχοθεραπεία |
agric. | activity unit | μονάδα ενεργότητας |
med. | activity urge | παρακίνηση ενεργοποίησης |
med. | activity urge | παρακίνηση απασχόλησης |
econ., social.sc. | activity which gives tangible form to solidarity | συγκεκριμένη δραστηριότητα αλληλεγγύης |
gen. | activity will be focused | η δραστηριότητα θα εστιαστεί |
gen. | activity with low technology content | δραστηριότητα με χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο |
commer., polit. | Advisory Committee for implementation of activities relating to the Community market access strategy | Συμβουλευτική επιτροπή για την υλοποίηση δραστηριοτήτων για τη στρατηγική πρόσβασης στην αγορά της Κοινότητας |
commer. | Advisory Committee for implementation of the general framework for Community activities in favour of consumers | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή του γενικού πλαισίου των κοινοτικών ενεργειών υπέρ των καταναλωτών |
fin. | aggregated activities | αθροιστικές δραστηριότητες |
gen. | Agreed List of Banking Activities | εγκεκριμένος κατάλογος τραπεζικών δραστηριοτήτων |
law | Agreement between the European Community and its Member States, of the one part, and the Swiss Confederation, of the other part, to counter fraud and all other illegal activities affecting their financial interests | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων |
commer., polit. | Agreement between the European Community and the Government of Japan concerning cooperation on anti-competitive activities | συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης της Ιαπωνίας σχετικά με τη συνεργασία για την αντιμετώπιση των αντιανταγωνιστικών δραστηριοτήτων |
gen. | Agreement between the European Union and Bosnia and Herzegovina BiH on the activities of the European Union Police Mission EUPM in BiH | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Β-Ε όσον αφορά τις δραστηριότητες της αστυνομικής αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΑΕΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη |
law | Agreement between the European Union and Georgia on the status and activities of the European Union Rule of Law Mission in Georgia, EUJUST THEMIS | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γεωργίας περί του καθεστώτος και των δραστηριοτήτων της αποστολής EUJUST-ΘΕΜΙΣ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κράτος δικαίου στη Γεωργία |
gen. | Agreement between the European Union and the Federal Republic of Yugoslavia on the activities of the European Union Monitoring Mission EUMM in the Federal Republic of Yugoslavia | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας ΟΔΓ σχετικά με τις δραστηριότητες της αποστολής επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΕΕΕ στην ΟΔΓ |
gen. | Agreement between the European Union and the Former Yugoslav Republic of Macedonia on the status and activities of the European Union Police Mission in the Former Yugoslav Republic of Macedonia EUPOL Proxima | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για το καθεστώς και τις δραστηριότητες της αστυνομικής αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας EUPOL "Proxima" |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Albania on the activities of the European Union Monitoring Mission EUMM in the Republic of Albania | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Αλβανίας σχετικά με τις δραστηριότητες της αποστολής επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΕΕΕ στη Δημοκρατία της Αλβανίας |
gen. | Agreement Governing the Activities of States on the Moon and Other Celestial Bodies | Συμφωνία για τις αρχές που διέπουν τις δραστηριότητες των κρατών στη Σελήνη και στα άλλα ουράνια σώματα |
law, nucl.phys. | Agreement of participation by the European Atomic Energy Community in the International Thermonuclear Experimental Reactor ITER Conceptual Design Activities, together with Japan, the Union of Soviet Socialist Republics, and the United States of America | Συμφωνία συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας στις δραστηριότητες της μελέτης γενικής σύλληψης του διεθνούς θερμοπυρηνικού πειραματικού αντιδραστήρα ITER, μαζί με την Ιαπωνία, την Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής |
nat.sc., el. | Agreement on Cooperation in the Engineering Design Activities for the International Thermonuclear Experimental Reactor | συμφωνία συνεργασίας για τις δραστηριότητες στο έργο της λεπτομερούς μελέτης του διεθνούς θερμοπυρηνικού πειραματικού αντιδραστήρα |
fin., agric. | agricultural activity of high economic value | αγροτική δραστηριότητα υψηλής οικονομικής αξίας |
fin. | aid for the reduction of activity | ενίσχυση συρρίκνωσης δραστηριότητας |
med. | ALAD activity | δραστηριότητα ALAD |
mater.sc., chem. | alkali activity | αλκαλική ενεργότητα |
nat.sc. | amylase activity | αμυλασική δράση |
nat.sc. | amylase activity test | δοκιμασία αμυλασικής δράσης |
med. | anaphase inhibitor activity | ενεργότητα αναστολέα ανάφασης |
account. | ancillary activity | βοηθητική δραστηριότητα |
gen. | ancillary purchasing activity | δραστηριότητα επικουρικών προμηθειών |
tax., transp. | ancillary transport activities | αυτοτελείς βοηθητικές υπηρεσίες μεταφορών; παρεπόμενες μεταφορικές δραστηριότητες |
fin., econ. | annual activity report | ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων |
law, fin. | annual report on the activities of the ESCB | ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ |
social.sc. | anti-authority activity | αμφισβήτηση |
law, fin. | anticompetitive activity | πράξη που αντιβαίνει τον ανταγωνισμό |
law, fin. | anticompetitive activity | αντιανταγωνιστική πρακτική |
law, fin. | anticompetitive activity | στρέβλωση του ανταγωνισμού |
social.sc. | anti-establishment activity | αμφισβήτηση |
law, fin. | antitrust activity | καταστολή των συνεννοήσεων |
earth.sc. | area activity | επιφανειακή ραδιενέργεια |
gen. | artisan activities | χειροτεχνία; βιοτεχνική δραστηριότητα |
med. | atrophogenic activity | πρόκληση ατροφίας |
account. | audited activity | ελεγχόμενη δραστηριότητα |
earth.sc. | automatic system to monitor volcano activity | αυτόματη επιτήρηση της ηφαιστειακής δραστηριότητας |
account. | auxiliary financial activities | επικουρικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες |
gen. | border-related activities | δραστηριότητες που οφείλονται στην ύπαρξη συνόρων |
med. | brain activity | εγκεφαλική ενεργότητα |
fin. | branch of activity | κλάδος δραστηριότητας |
econ. | branch of activity | δραστηριότητα της επιχείρησης |
econ. | branch of economic activity | οικονομικός κλάδος |
econ. | branch of economic activity | οικονομικός τομέας |
fin. | branch of economic activity | κλάδος δραστηριότητας |
econ. | branch of economic activity | κλάδος οικονομικής δραστηριότητας |
fin., econ. | break in continuity of the Community's activity | διακοπή της συνέχειας της κοινοτικής δράσης |
fin., econ., account. | break in the continuity of the Community's activity | διακοπή της συνέχειας της κοινοτικής δράσης |
construct. | building activity | οικοδομική δραστηριότητα |
construct. | building activity | οικοδόμηση |
construct. | building activity | οικοδόμηση και δημοτικά-κοινοτικά έργα |
construct. | building activity | οικοδομική βιομηχανία |
med. | burst activity | βιοηλεκτρική δραστηριότητα κατά ώσεις |
econ. | business activity | ζωή της επιχείρησης |
econ. | business activity indicator | δείκτης συγκυρίας |
gen. | capital-intensive activity | δραστηριότητα υψηλής έντασης κεφαλαίου |
med. | caries activity | εξελικτικότητα της τερηδόνας |
tech. | catalytic activity | καταλυτική δραστικότητα |
med. | cellular activity | κυτταρική ενεργότητα |
med. | cellular activity | κυτταρική δραστηριότητα |
gen. | centralised purchasing activity | δραστηριότητα κεντρικών προμηθειών |
account. | clandestine economic activities | λαθραίες οικονομικές δραστηριότητες |
gen. | classification of activities | ταξινόμηση κλάδων |
econ., stat. | Classification of Products by Activity | ταξινόμηση των προϊόντων κατά δραστηριότητα; συναρτώμενη με τις δραστηριότητες ταξινόμηση των προϊόντων |
account. | classification of products by activity | Ταξινόμηση προϊόντων κατά δραστηριότητα |
gen. | Code of Conduct on Outer Space Activities | κώδικας συμπεριφοράς σχετικά με τις δραστηριότητες για το διάστημα |
gen. | coefficient of activity | συντελεστής ενεργοποίησης |
econ. | collective activities | ζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων |
law | commercial activity | εμπορική δραστηριότητα |
social.sc. | Committee on Social Activities | Επιτροπή Κοινωνικών Δραστηριοτήτων |
law, commer., polit. | Common Understanding on the principles of international cooperation in research and development activities in the domain of Intelligent Manufacturing Systems between the European Community and the United States of America, Japan, Australia, Canada and the EFTA countries of Norway and Switzerland | Διευθέτηση επι των αρχών της διεθνούς συνεργασίας για τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα των ευφυών συστημάτων βιομηχανικής παραγωγής μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, του Καναδά και των χωρών της ΕΖΕΣ Νορβηγίας και Ελβετίας |
fin. | Community action programme to promote activities in the field of the protection of the Community's financial interests | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας' πρόγραμμα "Hercule" |
law, crim.law., fin. | Community action programme to promote activities in the field of the protection of the Community's financial interests | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας |
law, crim.law., fin. | Community action programme to promote activities in the field of the protection of the financial interests of the Community | πρόγραμμα Hercule II |
social.sc. | Community networks for innovative local integration and exchange activities | Καινοτόμες ενέργειες τοπικής ένταξης και ανταλλαγών |
mater.sc. | competitive support activity | ανταγωνιστική δραστηριότητα παροχής υποστήριξης |
chem. | concentrated low-activity liquid waste | συμπυκνωμένο υγρό απόβλητο χαμηλής ραδιενέργειας |
earth.sc., agric., chem. | concentration of activity | συγκέντρωση ραδιενέργειας |
econ. | concept of economic activity | έννοια της οικονομικής δραστηριότητας |
mater.sc. | consensus building activity | δραστηριότητα για την επίτευξη συναίνεσης |
med. | constitutive activity | ενεργότητα κυτταρικής οικονομίας |
med. | constitutive activity | ιδιοσυστατική ενεργότητα |
med. | constitutive activity | διαχειριστική ενεργότητα |
econ., fin. | to continue carrying out its activities | συνεχίζω να ασκώ τις δραστηριότητές μου |
gen. | coolant activity | ραδιενέργεια ψυκτικού μέσου |
chem. | coolant gaseous activity | ραδιενεργό αέριο στο ψυκτικό μέσο |
gen. | coolant gross activity monitor | ανιχνευτής επιτηρήσεως της ολικής ραδιενεργείας του ψυκτικού μέσου |
chem. | coolant loop activity | ραδιενέργεια βρόχου ψύξεως |
nat.sc. | cooperative research activity | δραστηριότητες συνεταιριστικής έρευνας |
chem. | corrosion product activity | ραδιενέργεια προϊόντος διαβρώσεως |
med. | cortical activity | φλοιώδης ενέργεια |
obs., commun. | Council Directive 89/552/EEC on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the pursuit of television broadcasting activities | οδηγία "Τηλεόραση χωρίς σύνορα" |
patents. | creative activity | δημιουργική δραστηριότητα |
gen. | creative activity of mentally diseased | δημιουργήματα φαντασίας ψυχασθενών |
fin. | credit rating activities | δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας |
gen. | criminal activities | εγκληματικές δραστηριότητες |
law | criminal activity | εγκληματική ενέργεια |
law | criminal activity | εγκληματική δραστηριότητα |
law | criminal activity | παράνομη δραστηριότητα |
law, bank. | cross-jurisdictional activity | δραστηριότητα σε περισσότερες από μια περιοχές δικαιοδοσίας |
fin. | cross-subsidization of PTT activities | αλληλεπιχορηγούμενες δραστηριότητες των ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών οργανισμών |
earth.sc. | crystal activity | απόδοση του κρυστάλλου |
earth.sc. | daughter activity | ραδιενέργεια θυγατρικού |
law, social.sc. | Declaration on voluntary service activities | Δήλωση αριθ. 38 για τις εθελοντικές δραστηριότητες |
med. | decrease of focal activity | μείωσις της εστιακής μεταναστεύσεως |
med. | delta activity | ρυθμός δέλτα |
gen. | destabilizing activity of extremists | αποσταθεροποιητική ενέργεια από εξτρεμιστές |
chem. | diastase activity | δείκτης διάστασης |
econ. | to discontinue, curtail or change the activities permanently | οριστική παύση,μείωση ή μεταβολή της δραστηριότητος |
law | dissemination and optimization of the results of activities in Community research, technological development and demonstration | διάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης |
law | dissemination and optimization of the results of activities in Community research, technological development and demonstration | διάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας,τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης |
gen. | diversification of economic activity | διαφοροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας |
work.fl., IT | documentation activities | δραστηριότητες τεκμηρίωσης |
account. | economic activities | οικονομικές δραστηριότητες |
agric. | economic activities upstream and downstream of farming | οικονομικές δραστηριότητες σε σχέση με τη διαδικασία της γεωργικής παραγωγής |
econ. | economic activity | οικονομική δραστηριότητα |
econ. | economic analysis of the activities | οικονομική ανάλυση των δραστηριοτήτων |
med. | electrical activity in the brain | ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου |
life.sc. | endogenous activity | ενδογενής δραστικότητα |
gov., social.sc. | to engage in an outside activity, whether gainful or not | έχω εξωυπηρεσιακή απασχόληση, αμειβόμενη ή μη; ασκώ εξωτερική δραστηριότητα |
gen. | to engage in an outside activity, whether gainful or not | ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη |
gen. | engage in an outside activity, whether gainful or not, to | ασκώ εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη |
med. | enzymatic activity | ενζυμική δραστικότητα |
med. | enzyme activity | ενζυμική ενεργότητα |
med. | enzyme activity | ενζυμική δραστικότητα |
life.sc., agric., chem. | enzymic activity | ενζυμική ενεργότητα |
earth.sc. | equilibrium activity | δραστηριότης της ισορροπίας |
econ. | EU activity | δραστηριότητα της ΕΕ |
fin. | euro banknote production activity | δραστηριότητα παραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ |
fin. | euro secure activity | δραστηριότητα ασφαλείας του ευρώ |
agric. | European support centre for activities for the rural economy | ευρωπαϊκό κέντρο στήριξης των αγροτικών οικονομικών δραστηριοτήτων |
gen. | European Union assistance programme to support the Palestinian Authority in its efforts to counter terrorist activities emanating from the territories under its control | πρόγραμμα βοηθείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξη της παλαιστινιακής αρχής στις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τις τρομοκρατικές ενέργειες στα εδάφη υπό τον έλεγχό της |
gen. | European Year of Voluntary Activities Promoting Active Citizenship | Ευρωπαϊκό Έτος εθελοντικών δραστηριοτήτων που προωθούν την ενεργό συμμετοχή του πολίτη |
law, fin. | exempted taxable activity | φορολογητέα δραστηριότητα |
gen. | exercise activity | δραστηριότητα άσκησης' άσκηση |
gen. | exercise related activity | δραστηριότητα σχετική με την άσκηση |
med. | exonuclease activity | ενεργότητα εξωνουκλεάσης |
med. | exonuclease activity | δραστικότητα εξωνουκλεάσης |
med. | exonuclease proofreading activity | επιδιορθωτική ενεργότητα εξωνουκλεάσης |
med. | exophthalmos producing activity | παράγων προκαλών εξόφθαλμο |
econ., fin. | to expand its activities abroad | διευρύνω τις δραστηριότητές μου στο εξωτερικό |
econ., lab.law. | external activity | εξωτερική δραστηριότητα |
econ., lab.law. | external activity | έκτακτη απασχόληση |
fin., social.sc. | fabric of society and economic activity | κοινωνικοοικονομικός ιστός |
social.sc. | to facilitate the occupational activity of the mother | διευκολύνω την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας για τις μητέρες |
med. | Factor VIII activity | δραστικότητα του παράγοντα VIII |
fin. | field of activity | τομέας παρέμβασης |
account. | financing activities | χρηματοδοτικές δραστηριότητες |
fin. | financing activity outside the European Union | χορηγήσεις της ΕΤΕπ εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
agric. | forestry-timber activity | τομέας δάσους/ξυλείας |
energ.ind. | Framework programme of Community activities in the field of research and training for the European Atomic Energy Community | Πρόγραμμα-πλαίσιο κοινοτικών δραστηριοτήτων έρευνας και εκπαίδευσης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας |
law | franchisable activity | πιθανό αντικείμενο συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
law | fraudulent activity | απάτη |
econ. | freedom of establishment shall include the right to take up activities as self-employed persons | η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη μη μισθωτών δραστηριοτήτων |
gen. | full-time activity | πλήρης απασχόληση |
gen. | full-time activity | μερική απασχόληση |
law | general criminal activity of the group | γενική εγκληματική δραστηριότητα της ομάδας |
gen. | General Report on the Activities of the European Union | Γενική Εκθεση επί της δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
med., life.sc. | genotoxic activity | γενοτοξική επίδραση |
law | geographical area of activity of undertakings concerned | γεωγραφική έκταση των δραστηριοτήτων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων |
econ., fin. | geographical spread of banking activities | γεωγραφική κάλυψη των τραπεζικών εργασιών |
earth.sc. | geomagnetic activity | γεωμαγνητική δραστηριότητα |
econ. | global charter for sustainable economic activity | παγκόσμιος χάρτης για τη βιώσιμη οικονομική δραστηριότητα |
econ. | handicraft activity | βιοτεχνική δραστηριότητα |
gen. | hazardous activity | επικίνδυνη δραστηριότητα |
med. | Heatley penicillin activity unit | μονάδα Oxford |
med. | Heatley penicillin activity unit | μονάδα Heatley |
chem. | high activity laboratory | εργαστήριο υψηλής ραδιενέργειας |
gen. | high-level Petri-net specifications of concurrent activities | προδιαγραφές υψηλού επιπέδου δικτύων Petri για ταυτόχρονες δραστηριότητες |
tax. | holding activities | εταιρείες χαρτοφυλακίου |
med. | hormone activity | ορμονική δραστηριότητα |
med. | housekeeping activity | ιδιοσυστατική ενεργότητα |
med. | housekeeping activity | ενεργότητα κυτταρικής οικονομίας |
med. | housekeeping activity | διαχειριστική ενεργότητα |
social.sc. | human rights activity | ενέργεια για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου |
life.sc. | hydrothermal activity | υδροθερμική δραστηριότητα |
law | illegal activity | παράνομη δραστηριότητα |
account. | illegal economic activities | παράνομες οικονομικές δραστηριότητες |
law, fin. | illegal money laundering activity | δραστηριότητα νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες |
econ. | in every branch of activity under consideration | σε κάθε εξεταζόμενο κλάδο δραστηριότητος |
earth.sc. | incineration of low activity resins | αποτέφρωση ρητινών χαμηλής ραδιενέργειας |
econ., lab.law. | independent activity | ανεξάρτητη εργασία |
econ., lab.law. | independent activity | ανεξάρτητη δραστηριότητα |
econ., lab.law. | independent activity | ανεξάρτητη απασχόληση |
fin. | indicator of activity | δείκτης δραστηριότητας |
busin., labor.org., account. | industrial or commercial activity | βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα |
fin. | inequality of treatment for transfrontier activity | άνιση μεταχείριση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων |
gen. | information activities in connection with specific policies | δράσεις πληροφόρησης για ειδικές πολιτικές |
gen. | information and industrial promotion activities | δραστηριότητες βιομηχανικής πληροφορήσεως και προωθήσεως |
commer., commun. | Information Society Activity Centre | Κέντρο Δραστηριοτήτων της Κοινωνίας των Πληροφοριών |
nat.res. | inhibition to microbiological activity | αναστολή της μικροβιολογικής δράσης |
social.sc. | innovative local integration and exchange activities | καινοτόμοι ενέργειες τοπικής ένταξης και ανταλλαγών |
social.sc. | innovative rehabilitation activities | καινοτόμοι θεματικές ενέργειες αποκατάστασης |
econ. | institutional activity | θεσμικά θέματα |
gen. | interdisciplinary stimulation activity | δράση για την τόνωση της συνεργασίας μεταξύ επιστημονικών κλάδων |
fin. | intermediation activity | χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση |
gen. | International Standard Industrial Classification of all Economic Activities | Διεθνής Tαξινόμηση των Kλάδων Oικονομικής Δραστηριότητας |
gen. | International Standard Industrial Classification of all Economic Activities | Tυποποιημένη Tαξινόμηση των Kλάδων Δραστηριότητας |
econ., commun. | internationalization of economic activity | διεθνοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας |
life.sc., transp. | intravehicular activities | δραστηριότητες μέσα στον θάλαμο |
med. | intrinsic activity | ενδογενής δραστηριότητα |
med. | intrinsic enzymatic activity | ενδογενής ενζυμική ενεργότητα |
med. | intrinsic thromboplastic activity | ενδογενής θρομβοπλαστική δραστηριότητα |
account. | investing activities | επενδυτικές δραστηριότητες |
chem. | ion activity | ενεργότης ιόντος |
account. | kind-of-activity units | μονάδες οικονομικής δραστηριότητας |
nat.sc. | knowledge-based activity | δραστηριότητες "φαιάς ουσίας" |
gen. | knowledge-intensive activity | δραστηριότητα υψηλής έντασης γνώσεων |
nat.sc. | L. I. A. Laboratory for Intermediate-level Activity | L.I.A.:εργαστήριο μέσης δραστικότηταςEMΔ |
econ., lab.law. | labour-intensive activity | δραστηριότητα υψηλής έντασης εργατικού δυναμικού |
econ. | leave for political activities | άδεια για πολιτικούς λόγους |
hobby, lab.law. | leisure activities | δραστηριότητες κατά τον ελεύθερο χρόνο |
account. | local kind-of-activity units | τοπικές μονάδες οικονομικής δραστηριότητας |
social.sc. | local model activity | πρότυπη τοπική δραστηριότητα |
social.sc. | local model activity | πρότυπη εντόπια δραστηριότητα |
chem. | low specific activity material | υλικό χαμηλής ειδικής ραδιενέργειας |
econ., lab.law. | lull in activity | στασιμότητα |
law | mafia-type activity | σύσταση συμμορίας τύπου μαφίας |
law | mafia-type activity | συμμορία τύπου μαφίας |
gen. | major centres of economic and commercial activity | μεγάλοι πόλοι οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας |
law | make it easier for persons to take up and pursue activities as self-employed persons | διευκολύνω την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων |
gen. | maladministration in the activities of the Community institutions or bodies | κακή διοίκηση στα πλαίσια της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών |
gen. | Management and co-ordination advisory Committees for Community research, development and demonstration activities | Συμβουλευτικές επιτροπές διαχείρισης και συντονισμού των κοινοτικών δραστηριοτήτων στην έρευνα, την ανάπτυξη και την επίδειξη |
agric. | mean activity | μέση δραστηριότητα |
social.sc. | measures providing for specific advantages in order to make it easier for the underrepresented sex to pursue a vocational activity | μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα |
med. | metabolic activity | μεταβολική ενεργότητα |
med. | migration of focal activity | εστιακή μετανάστευσις |
earth.sc., life.sc. | mineral surface activity | δραστικότητα της επιφάνειας του ορυκτού |
med. | mitotic activity | μιτωτική δραστικότητα |
gen. | mixed-activity holding company | εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων' μεικτή εταιρεία |
gen. | mixed activity insurance holding company | ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας |
social.sc. | model local activity | πρότυπη εντόπια δραστηριότητα |
social.sc. | model local activity | πρότυπη τοπική δραστηριότητα |
life.sc. | monthly averages of total beta activity in radioactive fallout | μηνιαίος μέσος όρος της ολικής δραστικότητας βήτα στα ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικών εκρήξεων |
med. | motor activity | κινητική δραστηριότητα |
life.sc. | Mount Katmai activity | ηφαιστειακή δράση τύπου όρους Κατμάι |
mater.sc. | Multiannual programme of studies and technical assistance in the areas of activity of the European Social Fund | Πολυετές πρόγραμμα μελετών και τεχνικής βοήθειας πραγματοποιούμενο στους τομείς παρέμβασης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου |
gen. | multiple activities or alternative incomes | πολλαπλές δραστηριότητες ή εναλλακτικά εισοδήματα |
min.prod., fish.farm. | NAFO Standing Committee on Fishing Activities of Non-contracting Parties in the Regulatory Area | Μόνιμη Επιτροπή της NAFO για την Αλιευτική Δραστηριότητα στη Ζώνη Διακανονισμού της NAFO των Χωρών που δεν είναι Μέλη της |
gen. | national parliament scrutiny of government activities in the EU | άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου εκ μέρους των εθνικών Κοινοβουλίων όσον αφορά τις δραστηριότητες των κυβερνήσεων στην ΕΕ |
econ., fin. | National programme of Community interest for assistance to productive activity | Εθνικό πρόγραμμα κοινοτικού ενδιαφέροντος για την τόνωση της παραγωγικής δραστηριότητας |
med. | nervous activity | νευρική λειτουργία |
med. | nervous activity | νευρική ενεργότητα |
gen. | net profit or loss on exchange activities | καθαρό υπόλοιπο κερδών/ζημιών από τις δραστηριότητες στον τομέα του συναλλάγματος |
econ. | new and economically sound activities | νέες και οικονομικώς υγιείς δραστηριότητες |
gen. | non-agricultural activities | μη γεωργικές δραστηριότητες |
gen. | non-agricultural and non-forestry activity | εξω-γεωργική και εξω-δασοκομική δραστηριότητα |
law | non-legislative activity | μη νομοθετική δραστηριότητα |
gen. | nuclear activity | πυρηνική δραστηριότητα |
med. | nuclease activity | δραστικότητα νουκλεάσης |
law, fin. | offence predicate to illegal money laundering activities | κύριο έγκλημα από το οποίο προέρχονται οι νομιμοποιούμενες πρόσοδοι |
econ. | off-protocol horizontal activity | οριζόντια συνεργασία εκτός πρωτοκόλλων |
account. | operating activities | λειτουργικές δραστηριότητες |
gen. | operation phase activity records | αρχεία στοιχείων των κατά τη φάση λειτουργίας ενεργειών |
med. | optical activity | οπτική ενεργότητα |
chem. | optical activity | οπτική ενέργεια |
med. | optical activity | οπτική δραστικότητα |
gen. | ordinary activities | συνήθεις δραστηριότητες |
med. | osteoclast activity | οστεοκλαστική ενεργότητα |
gen. | other gainful activities | άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα |
agric. | other gainful activity | άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα |
gov. | outside activity | εξωϋπηρεσιακή απασχόληση ; εξωτερική δραστηριότητα |
gen. | particular sector of activity in a Division | τομέας δραστηριότητας ενός τμήματος |
gen. | part-time activity | μερική απασχόληση |
gen. | part-time activity | πλήρης απασχόληση |
earth.sc. | period of activity | περίοδος ηφαιστειακής δράσης |
earth.sc. | period of activity | φάση εκρήξεως |
life.sc., el. | period of sunspot activity | περίοδος δραστηριότητας ηλιακών κηλίδων |
account. | periodic activity review | περιοδική ανασκόπηση δραστηριοτήτων |
med. | permissible activity leak rate | επιτρεπτό ποσοστό διαρροής ραδιενέργειας |
agric., chem. | peroxidase activity | δραστηριότητα της υπεροξειδάσης |
econ., stat. | person capable of gainful activity | άτομα ικανά προς εργασία |
med. | pharmacodynamic activity | φαρμακοδυναμική δραστικότητα |
agric., chem. | phosphatase activity | δραστηριότητα της φωσφατάσης |
nat.sc. | photosynthetic activity | φωτοσυνθετική δραστηριότητα |
gen. | physical and human capital-intensive activities | δραστηριότητες υψηλής έντασης κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού |
med. | plasma activity level | επίπεδο δραστικότητας στο πλάσμα |
med. | plasma Factor VIII activity | δραστικότητα του παράγοντα VIII από πλάσμα |
law | policies and activities | πολιτικές και δράσεις |
gen. | political activity | πολιτική δραστηριότητα |
med. | polyglobulia from activity | ερυθροκυττάρωση |
law | post-release follow-up activity | παρακολούθηση μετά την έκτιση της ποινής |
environ. | potentially soil-contaminating activity | δραστηριότητα δυνητικά ρυπαντική του εδάφους |
econ., fin. | pre-competitive development activity | εργασίες προανταγωνιστικής ανάπτυξης |
econ., market. | pre-competitive development activity | προανταγωνιστική δραστηριότητα ανάπτυξης |
econ., market. | pre-competitive development activity | δραστηριότητα ανάπτυξης σε προανταγωνιστικό στάδιο |
med. | prevention activities | προληπτικές ενέργειες |
med. | prevention activities | προληπτικά μέτρα |
med. | prevention activity | προληπτική δράση |
fin. | principal activity | πυρήνας δραστηριότητας |
med. | principals having similar activity | συστατικά με παρόμοια δράση |
social.sc. | principle of integrating the equal opportunities for men and women dimension in all policies and activities | Αρχή της ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών σε όλες τις πολιτικές και δράσεις |
fin. | private activity may be crowded out | κίνδυνος εκτοπισμού της ιδιωτικής δραστηριότητας |
law | procedures for scrutiny of Europol's activities | όροι ελέγχου των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ |
gen. | process waste of intermediate activity | απόβλητα βιομηχανικών διαδικασιών ενδιάμεσης ραδιενέργειας |
fin. | processing activities | μεταποιητικές δραστηριότητες |
econ. | production activities | παραγωγικές δραστηριότητες |
account. | productive activities | παραγωγικές δραστηριότητες |
gen. | profit or loss on ordinary activities after tax | αποτέλεσμα που προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες, μετά την αφαίρεση των φόρων |
law, crim.law., fin. | programme to promote activities in the field of the protection of the financial interests of the European Union Hercule III programme | πρόγραμμα Hercule III για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
relig. | Programme to support artistic and cultural activities having a European dimension Kaleidoscope | Πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση Καλειδοσκόπιο |
gen. | to prohibit extradition of a foreigner pursued for activities in defence of freedom | απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του |
econ. | to promote a harmonious development of economic activities | προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων |
fin., econ., R&D. | promotion, accompanying and support activities | συνοδευτικές δράσεις προώθησης και στήριξης ; συνοδευτικές δράσεις προώθησης και ενίσχυσης ; προωθητικές, συνοδευτικές, ενισχυτικές δράσεις |
nat.sc. | promotion, support and monitoring activities | δραστηριότητες προώθησης, στήριξης και παρακολούθησης |
med. | proteolytic activity | πρωτεολυτική ενεργότητα |
med. | psychomotor activities | ψυχοκινητική δραστηριότητα |
tech., mater.sc. | qualifying activity | αναγνώριση ποιότητας |
nat.sc., environ. | quantitative structure/activity relationship | ποσοτική σχέση δομής - δραστικότητας |
nat.sc., environ. | quantitative structure/activity relationship | ποσοτική σχέση δομής/δραστικότητας |
chem. | quantitative structure-activity relationship | ποσοτική σχέση δομής-δραστικότητας |
chem. | quantitative structure/activity relationships | ποσοτικές σχέσεις δομής/δραστηριότητας |
earth.sc. | radioactive activity | ραδιενεργός ενέργεια |
earth.sc. | radioactive activity | ραδιενέργεια |
tech. | ratio of activity densities | βαθμός συγκεντρώσεως |
tech. | ratio of activity densities | σχετική πυκνότης ραδιενεργείας |
gen. | receipt from non-safeguarded activity | μεταφορά από δραστηριότητα που δεν υπόκειται σε έλεγχο διασφαλίσεων |
econ., stat. | receipts from business activity | αποδοχές από επαγγελματική δραστηριότητα |
med. | receptor with intrinsic enzymatic activity | υποδοχέας με ενδογενή ενζυμική ενεργότητα |
med. | regression of focal activity | υποχώρησις της εστιακής μεταναστεύσεως |
gen. | report of activities | έκθεση των δραστηριοτήτων |
econ., polit., loc.name. | report on IMP activity | έκθεση δραστηριότητας MOΠ |
fin., met. | report on the activities | έκθεση πεπραγμένων |
gen. | residential construction activities | κατασκευή κατοικιών |
law, h.rghts.act. | restrictions on political activity of aliens | περιορισμοί στην πολιτική δραστηριότητα των αλλοδαπών |
nat.sc. | result of intellectual activity | αποτέλεσµα διανοητικών δραστηριοτήτων |
med. | ribonuclease activity | δράση ριβονουκλεάσης |
patents. | rights resulting from intellectual activity | δικαιώματα απορρέοντα εκ της δραστηριότητος της διανοίας |
gen. | to scale down one's activities | περιορίζω τις δραστηριότητές μου |
account. | secondary activity | δευτερεύουσα δραστηριότητα |
earth.sc. | seismic activity | σεισμικότητα |
social.sc., empl. | self-employed activity | μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα |
social.sc., empl. | self-employed activity | ανεξάρτητη απασχόληση |
social.sc., empl. | self-employed activity | αυτοαπασχόληση |
agric. | self-employed activity | δραστηριότητα ελευθέρων επαγγελματιών |
law | services shall in particular include: a activities of an industrial character | οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: βιομηχανικές δραστηριότητες |
law | services shall in particular include: a activities of an industrial character | εμπορικές δραστηριότητες |
law | services shall in particular include: a activities of an industrial character | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
law | services shall in particular include: a activities of an industrial character | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
gen. | shipment to non-safeguarded activity | μεταφορά προς δραστηριότητα που δεν υπόκειται σε έλεγχο διασφαλίσεων |
relig., ed. | socio-cultural activities | κοινωνικοπολιτιστικές δραστηριότητες |
life.sc. | solar activity | ηλιακή δραστηριότητα |
law | sole or main field of activities | αποκλειστικό ή ουσιαστικό πεδίο δραστηριοτήτων |
med., R&D. | somatomotor activity | σωματοκινητική δραστηριότητα |
life.sc. | source region of thunderstorm activity | εστία καταιγίδων |
med. | specific activity | ειδική δραστικότητα |
tech. | specific activity | ειδική ραδιενέργεια |
med. | specific activity | ειδική ενεργότητα |
mater.sc., R&D. | Specific programme for the dissemination and optimisation of the results of activities in the field of research and technological development, including demonstration | Ειδικό πρόγραμμα για τη διάδοση και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης |
nat.sc. | specific programme for the dissemination and optimization of the results of activities in the field of research and technological development, including demonstration | ειδικό πρόγραμμα για τη διάδοση και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρυνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της επίδειξης |
gen. | Specific programme for the dissemination and optimization of the results of activities in the field of research and technological development, including demonstration | Ειδικό πρόγραμμα για τη διάδοση και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης,συμπεριλαμβανομένης της επίδειξης |
nat.sc. | sphere of activity | μαγνητόσφαιρα |
law | staff representation activity | δραστηριότητα εκπροσώπησης του προσωπικού |
med. | state of activity | κατάσταση ενεργότητας |
econ., stat. | statistical classification of economic activities in the European Community | στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες |
fin. | to step up its lending activity | κλιμακώνω τη χρηματοδοτική δραστηριότητα |
fin. | to step up its lending activity | εντείνω τη χρηματοδοτική δραστηριότητα |
chem. | structure-activity relationship | σχέση δομής-δραστικότητας |
chem. | structure-activity relationship models | μοντέλα σχέσεων δομής-δράσης |
gen. | subversive activity | ανατρεπτική δραστηριότητα |
life.sc. | sunspot activity | δραστηριότητα των ηλιακών κηλίδων |
gen. | supplementary activities for farmers of either sex | συμπληρωματικές δραστηριότητες για τους γεωργούς |
gen. | support infrastructure for economic activities | διαρθρώσεις στήριξης των οικονομικών δραστηριοτήτων |
gen. | support infrastructure for industrial activities | υποδομή για την υποδοχή βιομηχανικών δραστηριοτήτων |
gen. | Support Programme for the E valuation of Activities in the field of Research | Πρόγραμμα ενίσχυσης για την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της έρευνας |
tech., R&D. | Support Programme for the Evaluation of Activities in the field of Research | Πρόγραμμα ενίσχυσης για την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της έρευνας |
nat.sc., environ. | surface activity | επιφανειακή τάση |
industr., construct. | surface activity | δραστικότητα επιφανείας |
industr., construct. | surface activity | επιφανειοδραστικότητα |
chem. | surface activity | επιφανειακή ενέργεια |
med. | surface activity | επιφανειακή δράση |
hobby | surface water intended for recreational activities | επιφανειακά ύδατα για ψυχαγωγικές δραστηριότητες |
agric. | switchover from main to secondary activity for farmers | πέρασμα από την κύρια δραστηριότητα σε δευτερεύουσα για τους γεωργούς |
fin., tax. | tax on profit or loss on ordinary activities | φόρος επί αποτελεσμάτων από συνήθεις δραστηριότητες |
account. | tax on profit or loss on ordinary activities | φόροι επί του αποτελέσματος που προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες |
tax. | tax treatment of the activities of the companies | φορολογική μεταχείριση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων |
law, fin. | taxable activity | φορολογητέα δραστηριότηταφορολογούμενη ή απαλλασσόμενη |
law, fin. | taxable economic activity | οικονομική δραστηριότητα υποκείμενη στο φόρο |
law, fin. | taxed taxable activity | φορολογητέα δραστηριότητα |
agric., fish.farm. | temporary cessation of activity | προσωρινή παύση |
law, lab.law. | to terminate one's professional activity | παύω τη δραστηριότητα |
gen. | terrorist activities | τρομοκρατικές δραστηριότητες |
gen. | the activities of the Community shall include | η δράση της Kοινότητος περιλαμβάνει |
law, fin. | the ECB shall address an annual report on the activities of the ESCB and on the monetary policy of both the previous and current year to the European Parliament, the Council and the Commission, and also to the European Council | η ΕΚΤ απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή,καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο |
fin. | the EMI shall prepare an annual report on its activities | το ΕΝΙ συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του |
agric. | the particular nature of agricultural activity | ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της γεωργικής δραστηριότητος |
agric. | the science which includes all viticultural and oenological activities | αμπελοοινοκαλλιέργεια |
social.sc. | the social sectors to which the activities of the Community are of concern | οι κλάδοι της κοινωνικής ζωής οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη δραστηριότητα της Kοινότητος |
social.sc. | the taking up and pursuit of activities as self-employed persons | η ανάληψη και η άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων |
life.sc. | the total beta activity component of fallout | η ολική δραστικότητα στα κατάλοιπα των πυρηνικών εκρήξεων |
med. | therapeutic plasma level of Factor VIII activity | θεραπευτικά επίπεδα δραστικότητας του παράγοντα VIII στο πλάσμα |
med. | topical anti-inflammatory activity | τοπική αντιφλεγμονώδης δράση |
chem. | total beta-gamma activity of the hulls | συνολική βήτα-γάμμα ραδιενέργεια των αποκομμάτων περιβλήματος |
fin., tax. | undeclared licit activity | νόμιμη δραστηριότητα που δεν δηλώνεται |
gen. | undercover activities | ενέργειες διείσδυσης |
econ. | units characterised by a unique activity | μονάδες που χαρακτηρίζονται από μια μοναδική δραστηριότητα |
med. | usual degree of physical activity | συνηθισμένο επίπεδο σωματικής δραστηριότητας |
life.sc. | variable solar activity | μεταβλητότητα ηλιακής δραστηριότητας |
commun. | voice activity detection | ανίχνευση φωνητικής δραστηριότητας |
earth.sc. | volatile cesium activity | ραδιενεργός δράση του πτητικού καισίου |
earth.sc. | volcanic activity | ηφαιστειακή δραστηριóτητα |
phys.sc., nucl.phys. | volume activity | συγκέντρωση ραδιενέργειας |
phys.sc., nucl.phys. | volume activity | ραδιενέργεια όγκου |
med. | voluntary service activities | δραστηριότητες εθελοντικής παροχής υπηρεσιών |
chem. | water activity meter | μετρητής υδάτινης δραστικότητας |
chem. | water activity meter | ενεργόμετρο ύδατος |
econ. | weakness of economic activity | κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας |