English | Greek |
activity fuels | καύσιμα από υπολείμματα δασικής εκμετάλλευσης |
aerosol activity | ραδιενέργεια ατμοσφαιρικού αιωρήματος |
annual release of activity | ετήσια έκλυση ραδιενέργειας |
anthropic activity Action resulting from or influenced by human activity or intervention | δραστηριότητα του ανθρώπου |
anthropic activity | ανθρώπινη δραστηριότητα/δραστηριότητα του ανθρώπου |
anthropic activity Action resulting from or influenced by human activity or intervention | ανθρώπινη δραστηριότητα |
anthropogenic activity | ανθρωπογενής δραστηριότητα |
biological activity | βιολογική δραστηριότητα |
branch of activity A specialized division of a business or other organization | κλάδος δραστηριότητας |
business activity Any profit-seeking undertaking or venture that involves the production, sale and purchase of goods or services | επαγγελματική δραστηριότητα |
business activity | οικονομική δραστηριότητα/επαγγελματική δραστηριότητα |
Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Major Accident Hazards of Certain Industrial Activities | Επιτροπή προσαρμογής των οδηγιών στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο για τον κίνδυνο ή τους κινδύνους ατυχημάτων μεγάλης εκτάσεως τον οποίον ή τους οποίους περικλείουν ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες |
Convention on Civil Liability for Damage Resulting from Activities Dangerous to the Environment | Σύμβαση σχετικά με την αστική ευθύνη για τις ζημίες που προκαλούνται από δραστηριότητες επικίνδυνες για το περιβάλλον |
daily activity level | βαθμός καθημερινής δραστηριότητος |
decrease in the activity of the dehydrase of aminolevulinic acid | ελάττωση της δραστηριότητος της αφυδρογενάσης του αμινολαιβουλινικού οξέος |
displacement activity | δραστηριότητα μετακίνησης |
economic activity Any effort, work, function or sphere of action pertaining to the production of goods, services or any other resource with exchange value | οικονομική δραστηριότητα |
environment protection activity | δραστηριότητα προάσπισης του περιβάλλοντος |
environmental protection activity | δραστηριότητα προάσπισης του περιβάλλοντος |
enzyme activity | ενζυματική δράση |
enzyme activity | δραστηριότητα των ενζύμων |
enzymic activity | δραστηριότητα των ενζύμων |
enzymic activity | ενζυματική δράση |
global pattern of fire activity in vegetation | πλανητικό υπόδειγμα δράσεως της φωτιάς μέσα στη βλάστηση |
health-care activities waste | ιατρικά απόβλητα |
industrial activity Operations, functions and processes involved in industrial production | βιομηχανική δραστηριότητα |
institutional activity The specific tasks, undertakings or functions that governments, businesses and other organizations perform | θεσμική θεσμοθετημένη δραστηριότητα |
institutional activity | θεσμική θεσμοθετημένη δραστηριότητα |
International convention on Damages resulting from Activities dangerous to the Environment | Διεθνής σύμβαση σχετικά με τις ζημίες που προκύπτουν από την άσκηση επικίνδυνων για το περιβάλλον δραστηριοτήτων |
land-based activity | επίγεια δραστηριότητα |
leisure activity | δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο |
leisure activity Sports and recreational activities carried out in the time free from work or other duties | δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο |
major activity centre | κέντρο τακτικής κυκλοφορίας |
major activity centre | κέντρο πυκνής κυκλοφορίας |
manufacturing activity Activities connected with the processing of raw material into a finished product, especially by means of a large-scale industrial operation | μεταποιητική βιομηχανική δραστηριότητα |
manufacturing activity | μεταποιητική βιομηχανική δραστηριότητα |
military activities | στρατιωτικές δραστηριότητες |
military activities Actions and movements pertaining to or conducted by the armed forces | στρατιωτικές δραστηριότητες |
non-trade activity | μη εμπορική δραστηριότητα |
offshore activity | υπεράκτια δραστηριότητα |
offshore activity | δραστηριότητα ανοικτής θάλασσας |
potentially soil-contaminating activity | δραστηριότητα δυνητικά ρυπαντική του εδάφους |
Protocol for the Protection of the Mediterranean Sea against Pollution from Land-based Sources and Activities | Πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση από χερσαίες πηγές και δραστηριότητες |
quantitative structure/activity relationship | ποσοτική σχέση δομής/δραστηριότητας |
regulatory activity | κανονιστική ρυθμιστική δραστηριότητα |
release of activity | έκλυση ραδιενέργειας |
seismic activity The phenomenon of Earth movements | σεισμικότητα |
socioeducational activity Instruction or events designed to offer learning or cultural experiences to populations without access to traditional educational institutions due to social or economic barriers | κοινωνικομορφωτική δραστηριότητα |
socioeducational activity | κοινωνικομορφωτική δραστηριότητα |
structure-activity relationship | σχέση δομής-δραστηριότητας |
structure-activity relationship The association between a chemical structure and carcinogenicity | σχέση δομής-δραστηριότητας |
system for the accreditation of independent environmental verifiers and for the supervision of their activities | σύστημα για τη διαπίστευση ανεξαρτήτων επιθεωρητών περιβάλλοντος και την εποπτεία των δραστηριοτήτων τους |
technical assistance activity | πρόγραμμα τεχνικής βοήθειας |
touristic activity management The administration, promotion, organization and planning for the business or industry of providing information, transportation, entertainment, accommodations and other services to travelers or visitors | διαχείριση τουριστικών δραστηριοτήτων |
touristic activity management | διαχείριση τουριστικών δραστηριοτήτων |
trade activity | εμπορική δραστηριότητα |