DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing activity | all forms | exact matches only
EnglishGreek
activity analysisανάλυση της δραστηριότητας
activity analysisανάλυση δραστηριότητας
activity rateποσοστό συμμετοχής στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό
activity samplingμέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων
aids for the creation of self-employed activitiesενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητων εργαζομένων
engineer specializing in fields of activity specified in Appendix IVμηχανικοί ειδικευμένοι στην ειδικότητα του παραρτήματος IV
freedom to take up and pursue activities as self-employed personsπρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες
independent economic activityανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα
job-creating activityδραστηριότητες που συνεπάγονται δημιουργία θέσεων απασχόλησης
list of posts broken down by area of activityκατανομή του προσωπικού κατά τομείς δραστηριότητας
multiple activity chartχάρτης πολλαπλών δραστηριοτήτων
period of professional activityχρόνος επαγγελματικής δραστηριότητας
period of professional activityπερίοδος επαγγελματικής δραστηριότητας
placement activitiesδραστηριότητες τοποθέτησης
private company exercising placement activitiesιδιωτική εταιρεία εξεύρεσης εργασίας
projects for developing fresh activitiesσχέδια που αποσκοπούν στη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων
regulated professional activityνομοθετικά κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα
supplementary collective bargaining activities at undertaking levelσυμπληρωματική συμβατική δραστηριότητα στο επίπεδο των επιχειρήσεων
technician specializing in fields of activity specified in Appendix IVτεχνικός ασκών ειδικές δραστηριότητες καθοριζόμενες στο παράρτημα IV
the workers who intend to take up such activitiesοι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα
work activity centreκέντρο επαγγελματικής δραστηριότητας