DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Agriculture containing anchor | all forms | exact matches only
EnglishGreek
anchor barμοχλός άγκυρας
anchor chain scarifierπολυστέλεχος εκχερσωτής
anchor craneαγκυροβόλος γερανός
anchor davitκαπόνι άγκυραςκν.
anchor flukeόνυχας άγκυρας
anchor flukeπτερύγιο άγκυρας
anchor housedεχμασμένη άγκυρα
anchor housedάγκυρα στη θέση της επί του πλοίου
anchor lashingαγκυρόδεσμος
anchor lashingκουλούρικν.
anchor lashingδέτης άγκυρας
anchor lashingέχμα άγκυρας
anchor logπάσσαλος προσδέσεως,δέστρα
anchor palmδόντι άγκυρας
anchor palmπτερύγιο άγκυρας
anchor palmόνυχας άγκυρας
anchor securedστερεωμένη άγκυρα
anchor securedεχμασμένη άγκυρα
anchoring railσιδηροτροχιά αγκύρωσης
back an anchorισχάζω άγκυρα
back an anchorπινελάρωκν.
back anchorπινέλοκν.
back anchorπρόσθετη άγκυρα
back anchorισχάδα άγκυρα
drag the anchorπαρασύρω άγκυρα
drop anchorφουντάρωκν.
drop anchorποντίζω άγκυρα
drop anchorρίχνω άγκυρα
drop anchorαγκυροβολώ
guide and anchor barβραχίονας στήριξης και οδήγησης
heave up anchorβιράρω άγκυρακν.
heave up anchorσηκώνω άγκυρα
heave up anchorανασπώ άγκυρα
hoist anchorβιράρω άγκυρακν.
hoist anchorανασπώ άγκυρα
hoist anchorσηκώνω άγκυρα
hold the vessel at anchorκρατώ το πλοίο αγκυροβολημένο
let go anchorρίχνω άγκυρα
let go anchorποντίζω άγκυρα
let go anchorαγκυροβολώ
let go anchorφουντάρωκν.
rule length of anchor cableεγκεκριμένο μήκος αλυσίδων
sprag anchorλισγάρι αγκυροβόλησης
take up the anchorβιράρω άγκυρακν.
take up the anchorανασπώ άγκυρα
take up the anchorσηκώνω άγκυρα
top anchorάγγιστρο οροφής
weigh anchorβιράρω άγκυρακν.
weigh anchorανασπώ άγκυρα
weigh anchorσηκώνω άγκυρα