DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Electronics containing burn | all forms | exact matches only
EnglishGreek
burn inδοκιμασία
burn-inπροληπτική γήρανση
burn-inαρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας
burn inπροληπτική γήρανση
burn-inδοκιμασία
burn inαρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας
burn-outκαταστροφική υπερθέρμανση
burn-outκάψιμο
burn-outκάψιμο κινητήρα
burn-up fractionκατανάλωση πυρήνων
burn-up fractionποσοστό πυρηνικής καύσης
extended burn of deuterium-tritium plasmasπαρατεταμένη καύση πλασμάτων δευτερίου-τριτίου
extended burn-upπαρατεταμένη καύση
mode burnέγκαυμα τρόπου