DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Metallurgy containing burn | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to burn offκαθαρίζω με φλόγα
burn-offσυρρίκνωση αμφοτέρων των στοιχείων συγκόλλησης από σύντηξη
burn-offσυνολική ανοχή μήκους λόγω τήξεως των άκρων από το τόξο κατά την ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως άκρων δύο εξαρτημάτων
to burn offβγάζω με φωτιά
burn-off chamberθάλαμος κατάκαυσης
burn-off rateβάρος τηκομένου ηλεκτροδίου ανά μονάδα χρόνου
burn-through pointσημείον οπτήσεως
burnt edgeραγισμένα άκρα
burnt edgesκαμένα άκρα
burnt sandκαμμένη άμμος
burnt weldκαμμένη συγκόλληση
electrode with two or more layers of covering the composition of the outer being such that its burn off is retardedηλεκτρόδιο με δύο ή περισσότερες στρώσεις επενδύσεως με την εξωτερική τέτοια ώστε να επιβραδύνει την καύση
old burnt pigπαλαιά καμένα χυτά