Subject | English | Greek |
nat.sc. | adjustable capillary valve | τριχοειδής βαλβίδα |
med. | alveolar capillary | κυψελιδικό τριχοειδές |
med. | alveolar capillary plexus | κυψελοειδές τριχοειδές πλέγμα |
med. | alveolar termino-capillary gradient | φατνιακο-ακραιοτριχοειδής κλίσις |
med. | blood capillary | τριχοειδές αγγείο (vas capillare) |
med. | blood capillary | τριχοειδές (vas capillare) |
met. | brazing or soldering a capillary joint | συγκόλληση διακένου |
met. | brazing or soldering a capillary joint | συγκόλληση αρμού |
mater.sc., construct. | capillary absorption of water by concrete | τριχοειδής απορρόφηση νερού του σκυροδέματος |
med. | capillary action | τριχοειδική ενεργότητα |
life.sc., agric. | capillary action | τριχοειδική δράση |
life.sc. | capillary action | τριχοειδής ιδιότητα |
med. | capillary action | τριχοειδικότητα |
mun.plan., earth.sc. | capillary air washer | υγραντήρας αέρος τριχοειδών κυψελίδων |
agric. | capillary alcoholometer | αλκοολοσκόπιο |
agric. | capillary alcoholometer | τριχοειδές αλκοολόμετρο |
med. | capillary aneurysm | τριχοειδές ανεύρυσμα |
med. | capillary angioma | τριχοειδικό αγγείωμα |
med. | capillary angioma | τριχοειδές αιμαγγείωμα |
med. | capillary angioma | κερασοειδές αγγείωμα |
med. | capillary apoplexy | τριχοειδής αποπληξία |
med. | capillary atonia | τριχοειδής ατονία |
transp. | capillary barrier | τριχοειδές διάφραγμα |
med. | capillary basement membrane | βασικός υμήν των τριχοειδών |
med. | capillary bed | τριχοειδική κοίτη |
med. | capillary bed | τριχοειδικό δίκτυο |
med. | capillary bleeding | τριχοειδική αιμορραγία |
med. | capillary blood | τριχοειδικό αίμα |
med. | capillary blood pressure | τριχοειδής αρτηριακή πίεσις |
med. | capillary blood pressure | τριχοειδής πίεση αίματος,τριχοειδική πίεση αίματος |
met. | capillary brazing or soldering | συγκόλληση αρμού |
met. | capillary brazing or soldering | συγκόλληση διακένου |
life.sc., agric. | capillary capacity | αγροϋδροχωρητικότης |
chem. | capillary column | τριχοειδής στήλη |
chem. | capillary column gas chromatography | αεριοχρωματογραφία τριχοειδούς στήλης |
nat.sc., chem. | capillary column made of silica | τριχοειδής στήλη από οξείδιο του πυριτίου |
chem. | capillary condensation | τριχοειδής συμπύκνωση |
earth.sc., transp. | capillary containment | τριχοειδής επίσχεση |
med. | capillary diagnosis | τριχοειδής διάγνωσις |
earth.sc., el. | capillary die | τριχοειδής σωλήνας |
med. | capillary dilatation | τριχοειδεκτασία |
med. | capillary dilatation | διεύρυνσις των τριχοειδών αγγείων |
med. | capillary dynamometer | τριχοειδές δυναμόμετρο του Lavolla για την μέτρηση της ευθραυστότητος των τριχοειδών |
med. | capillary embolism | εμβολή τριχοειδούς |
med. | capillary endothelium | τριχοειδές ενδοθήλιον |
med. | capillary fistula | τριχοειδές συρίγγιο |
earth.sc., mech.eng. | capillary fitting | σύνδεσμος συγκολλημένος μέσω τριχοειδούς φαινομένου |
med. | capillary fragility | ευθραυστότης των τριχοειδών |
life.sc. | capillary fringe | ζώνη τριχοειδών φαινομένων |
life.sc. | capillary fringe | τριχοειδής κροσσός |
chem. | capillary gas chromatography | αεριοχρωματογραφία τριχοειδούς στήλης |
med. | capillary haemangioma | τριχοειδές αιμαγγείωμα |
transp. | capillary height | τριχοειδικό ύψος |
med. | capillary hemangioma | τριχοειδικό αγγείωμα |
med. | capillary hemangioma | τριχοειδές αιμαγγείωμα |
med. | capillary hemangioma | κερασοειδές αγγείωμα |
mun.plan., earth.sc. | capillary humidifier | υγραντήρας αέρος τριχοειδών κυψελίδων |
med. | capillary injection | υπεραιμία των τριχοειδών |
med. | capillary injection | ένεση των τριχοειδών |
met. | capillary joint | αρμός συγκόλλησης |
med. | capillary lamina of choroid | μεμβράνη Ruysch (lamina choroidocapillaris) |
med. | capillary lamina of choroid | χοριοτριχοειδής στιβάδα (lamina choroidocapillaris) |
med. | capillary line | τριχοειδής γραμμή |
med. | capillary line | σχισμική γραμμή του Hotz |
mech.eng. | capillary lubrication | λίπανση με βάση τα τριχοειδή |
life.sc. | capillary migration | τριχοειδής διάχυσις |
life.sc. | capillary moisture | ύδωρ του τριχοειδούς |
life.sc. | capillary moisture | τριχοειδές ύδωρ |
life.sc. | capillary movement | τριχοειδείς κινήσεις |
med. | capillary network | τριχοειδές δίκτυο |
med. | capillary neurosis | τριχοειδής αγγειονεύρωσις |
life.sc. | capillary number | ανηγμένη τριχοειδής ανύψωσις |
med. | capillary permeability | τριχοειδική διαπερατότητα |
med. | capillary permeability | διαβατότητα τριχοειδούς |
med. | capillary permeability | διαπερατότης των τριχοειδών |
med. | capillary permeability factor | παράγοντας διαπερατότητας τριχοειδών |
med. | capillary permeability factor | βιταμίνη διαπερατότητας |
med. | capillary permeability factor | βιταμίνη P |
med. | capillary permeability factor | κιτρινη |
med. | capillary permeability vitamin | βιταμίνη P |
med. | capillary permeability vitamin | παράγοντας διαπερατότητας τριχοειδών |
med. | capillary permeability vitamin | βιταμίνη διαπερατότητας |
med. | capillary permeability vitamin | κιτρινη |
med. | capillary plethysmography | πληθυσμογραφία των τριχοειδών |
med. | capillary plexus | τριχοειδές πλέγμα |
environ. | capillary pore | τριχοειδής πόρος |
life.sc. | capillary pore space | τριχοειδής χώρος κενών |
life.sc., agric. | capillary porosity | Μικροπορώδες του εδάφους |
life.sc., construct. | capillary potential | τριχοειδές δυναμικό |
transp. | capillary power | τριχοειδική τάση |
transp. | capillary power | τριχοειδική ισχύς |
med. | capillary pressure | τριχοειδική πίεση |
med. | capillary pressure measurement | άμεσος μέτρησις της τριχοειδούς πιέσεως του αίματος |
med., chem. | capillary pressure method | έμμεσος μέτρησις της τριχοειδούς πιέσεως του αίματος |
med. | capillary pulse | τριχοειδής σφυγμός |
med. | capillary puncture | τριχοειδής παρακέντησις |
med. | capillary puncture | παρακέντηση ουροδόχου κύστης |
med. | capillary recruitment | τριχοειδική επιστράτευση |
med. | capillary resistance | τριχοειδής αντίστασις |
med. | capillary resistometer | τριχοειδές αντιστασόμετρο |
transp. | capillary rise | τριχοειδική ανύψωση |
transp. | capillary rise | τριχοειδικό ύψος |
nat.sc., agric. | capillary rise | τριχοειδής ανύψωση |
med. | capillary serum electrophoresis | ηλεκτροφόρησις από τριχοειδή ορό αίματος |
gen. | Capillary solder fittings for copper tubes - Assembly dimensions | Εξαρτήματα χαλκοσωλήνων για τριχοειδή συγκόλληση - Διαστάσεις συναρμογής |
life.sc. | capillary stage | τριχοειδής φάσις |
med. | capillary stigma | τριχοειδικό στίγμα (stigma capillaris) |
chem. | capillary-stoppered pycnometer | πυκνόμετρο με πώμα εφοδιασμένο με τριχοειδές |
med. | capillary syndrome | τριχοειδές σύνδρομο |
med. | capillary thrombosis | τριχοειδής θρόμβωσις |
IT, el. | capillary tool | τριχοειδές εργαλείο |
gen. | capillary tube | τριχοειδής σωλήνας |
chem. | capillary tube thermometer | θερμόμετρο με τριχοειδή στήλη |
med. | capillary vein | τριχοειδής φλέβα (venula) |
med. | capillary vein | φλεβίδιο (venula) |
med. | capillary vessel | τριχοειδές αγγείο (vas capillare) |
med. | capillary vessel | τριχοειδές (vas capillare) |
med. | capillary wall necrosis | νέκρωση τριχοειδικού τοιχώματος |
life.sc. | capillary water | τριχοειδές ύδωρ |
life.sc. | capillary water | ύδωρ του τριχοειδούς |
med. | capillary water | ύδωρ τριχοειδούς ύδατος |
transp. | capillary waters | τριχοειδικά ύδατα |
earth.sc., life.sc. | capillary yield | τριχοειδής παροχή |
med. | central lymphatic capillary | κεντρικό λεμφαγγείο (vas lymphaticum centrale) |
med. | continuous capillary | σωματικό τριχοειδές |
med. | continuous capillary | συνεχές τριχοειδές |
life.sc., agric. | duration of capillary rise | διάρκεια τριχοειδούς ανυψώσεως |
med. | effective capillary blood pressure | θετική τριχοειδής πίεσις του αίματος |
med. | fenestrated capillary | σπλαγχνικό τριχοειδές |
med. | fenestrated capillary | θυριδωτό τριχοειδές |
life.sc., agric. | field capillary capacity | αγροϋδροχωρητικότης |
life.sc., agric. | field capillary saturation | αγροϋδροχωρητικότης |
chem. | florometer with a semi-capillary tube | μετρητής παροχής με ημιτριχοειδή σωλήνα |
chem. | flow meter with a semi-capillary tube | μετρητής παροχής με ημιτριχοειδή σωλήνα |
chem. | fused capillary | συντετηγμένο τριχοειδές |
chem. | fused silica capillary column | τριχοειδής στήλη τετηγμένης πυριτίας |
chem. | fused silica capillary column | στήλη πυριτίας |
nat.sc., chem. | gas chromatography capillary column | τριχοειδής στήλη χρωματογραφίας |
med. | glomerular capillary | σπειραματικό τριχοειδές |
med. | Hess capillary resistance test | δοκιμασία τριχοειδούς αντίστασης του Hess |
med. | isolated capillary fragility | απομονωμένη ευθραυστότης των τριχοειδών |
med. | Kuechmeister-Schaerfe capillary resistometer | τριχοειδές αντιστασόμετρο των Kuechnmeister-Schaerfe's |
life.sc. | lento-capillary point | σημείον σβέσεως τριχοειδούς |
med. | lymph capillary | λεμφικό τριχοειδές |
med. | lymphatic capillary | λεμφικό τριχοειδές |
life.sc. | maximum capillary head | μέγιστον τριχοειδές φορτίον |
chem. | melting temperature capillary | τριχοειδές προσδιορισμού σημείου τήξεως |
life.sc. | minimum capillary head | ελάχιστον τριχοειδές φορτίον |
life.sc. | non-capillary pore space | μη τριχοειδής χώρος κενών |
med. | peritubular capillary | περισωληναριακό τριχοειδές |
tech., chem. | pressure-equalizing capillary | παράπλευρος σωλήνας για την εξισορρόπηση των πιέσεων |
med. | pulmonary capillary | πνευμονικό τριχοειδές |
life.sc. | saturation capillary head | τριχοειδές φορτίον κορεσμού |
med. | sinusoidal capillary | κολποειδές (vas sinusoideum) |
med. | sinusoidal capillary | κολποειδικό τριχοειδές (vas sinusoideum) |
med. | somatic capillary | σωματικό τριχοειδές |
med. | somatic capillary | συνεχές τριχοειδές |
med. | systemic capillary | συστεμικό τριχοειδές |
med. | true capillary | γνήσιο τριχοειδές |
med. | visceral capillary | σπλαγχνικό τριχοειδές |
med. | visceral capillary | θυριδωτό τριχοειδές |