Subject | English | Greek |
h.rghts.act. | abolition of capital punishment | κατάργηση της θανατικής ποινής |
law, fin. | Act on State guarantees for risk capital | νόμος για τις κρατικές εγγυήσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων |
law, fin. | actually realized capital gain | πραγματική δημιουργία της υπεραξίας |
law | additional capital | συμπληρωματικά κεφάλαια |
econ. | ageing capital stock | γήρανση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού |
tax. | Agreement between the Hellenic Republic and the Republic of Croatia for the avoidance of double taxation with respect to taxes on income and on capital | Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Κροατίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου |
econ., fin. | allocation of capital | διάθεση του κεφαλαίου |
econ. | to allow normal return on invested capital | παρέχοντας στα τοποθετημένα κεφάλαια κανονικές δυνατότητες αποδόσεως |
econ., market. | amortisation of circulating capital | απόσβεση κυκλοφορούντος κεφαλαίου |
econ., market. | amortization of circulating capital | απόσβεση κυκλοφορούντος κεφαλαίου |
tax., busin., labor.org. | authorised capital stock | εταιρικό κεφάλαιο |
tax., busin., labor.org. | authorised share capital | εταιρικό κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital | εγκριθέν κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital | εγκεκριμένο κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital | δυνητικό κεφάλαιο |
law | authorized capital | εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital stock | εγκριθέν κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital stock | εγκεκριμένο κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital stock | δυνητικό κεφάλαιο |
law | authorized capital stock | εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο |
law | authorized share capital | εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο |
fin. | available capital | διαθέσιμο κεφάλαιο |
econ., fin., account. | balance of capital account | ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων |
econ., fin., account. | balance on capital accounts | ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων |
fin. | Basle Capital Accord | συμφωνία της Βασιλείας |
fin. | Basle Capital Accord | συμφωνία της Βασιλείας περί ιδίων κεφαλαίων |
law, market. | borrowed capital | εξωτερικό κεφάλαιο |
law, market. | borrowed capital | κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου |
law, market. | borrowed capital | πιστωτικό κεφάλαιο |
law, market. | borrowed capital | δανειακό κεφάλαιο |
econ. | breakdown of gross fixed capital formation by branch | ανάλυση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά κλάδο κτήσης |
gen. | Brussels Capital Region | Περιοχή Βρυξελλών-Πρωτευούσης |
gen. | Brussels-Capital Region | περιφέρεια των Βρυξελλών |
law, fin. | business's capital account | καθαρή θέση της επιχείρησης |
econ. | calculation of the stock of fixed capital goods at constant prices | υπολογισμός των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές |
law, market. | callable capital | καταβλητέο κεφάλαιο |
econ., market. | called up capital | κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί |
econ., market. | called up capital | προσκεκλημένο κεφάλαιο |
econ., market. | called up capital | απαιτητό κεφάλαιο |
econ., market. | called-up capital | κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί |
account. | called-up capital | ληξιπρόθεσμο μέρος τμήμα κεφαλαίου; ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο; κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί |
econ., market. | called-up capital | απαιτητό κεφάλαιο |
econ., market. | called-up capital | προσκεκλημένο κεφάλαιο |
econ., fin. | capital account | ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων |
econ. | capital account by branch | λογαριασμός κεφαλαίου κατά κλάδο |
med. | capital accounts | κεφάλαιο |
law, fin. | capital adequacy requirement | απαίτηση επάρκειας κεφαλαίων |
gen. | capital aid | εισφορά κεφαλαίου |
econ., market. | capital allowances | φορολογικές αποσβέσεις |
econ., fin. | capital amortisation | απόσβεση κεφαλαίου |
law | capital and payments | κεφάλαια και πληρωμές |
account. | capital and reserves | κεφάλαιο και αποθεματικά |
econ., fin. | capital appreciation | υπεραξία κεφαλαίου |
econ., account. | capital asset | πάγιες εγκαταστάσει |
econ., account. | capital asset | πάγιο κεφάλαιο |
econ., account. | capital asset | πάγιο ενεργητικό |
econ., account. | capital asset | πάγια περιουσιακά στοιχεία |
account. | capital assets | πάγια στοιχεία του ενεργητικού; πάγια στοιχεία; πάγιο κεφάλαιο; πάγιο ενεργητικό |
gen. | capital assistance | εισφορά κεφαλαίου |
busin. | capital base | ίδιο κεφάλαιο |
busin. | capital base | καθαρή λογιστική θέση |
busin. | capital base | ίδια κεφάλαια |
busin., labor.org., account. | capital called but not yet paid | ληξιπρόθεσμο αλλά μη καταβληθέν ακόμη κεφάλαιο |
econ. | capital city | πρωτεύουσα |
busin., labor.org. | capital company | κεφαλαιουχική εταιρία κατά μετοχές |
busin., labor.org. | capital company | κεφαλαιουχική εταιρία |
account. | capital consumption | ανάλωση κεφαλαίου |
law, fin. | capital contributed to the new entity | εισφορά στη νέα οντότητα |
energ.ind. | capital contribution to connection costs | συνεισφορά στα έξοδα σύνδεσης |
energ.ind. | capital contribution to connection costs | συμμετοχή καταναλωτών στις δαπάνες εγκαταστάσεων και ενισχύσεων |
mater.sc., el. | capital contribution to network costs | συνεισφορά στα έξοδα δικτύου |
mater.sc., el. | capital contribution to network costs | συμμετοχή καταναλωτών στις δαπάνες δικτύων |
econ., fin. | capital cost | κόστος επένδυσης |
econ. | capital depreciation | απόσβεση κεφαλαίου |
tax. | capital duty | φόρος επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίων |
tax. | capital duty | δικαίωμα εισφοράς |
econ., stat. | capital engaged in industry | κεφάλαιο δεσμευμένο στη βιομηχανία |
econ., labor.org. | capital equipment | πάγια κεφάλαια |
account. | capital equipment | κυκλοφορούν ενεργητικό |
account. | capital equipment | κεφάλαιο κινήσεως |
account. | capital equipment | κεφάλαια κίνησης |
econ., labor.org. | capital equipment | διαρκή μέσα παραγωγής |
econ., labor.org. | capital equipment | εξοπλισμός παραγωγής |
econ., labor.org. | capital equipment | κεφαλαιουχικά αγαθά |
econ., labor.org. | capital equipment | επενδυτικά αγαθά |
econ., labor.org. | capital equipment | αγαθά επένδυσης |
account. | capital expenditure | δαπάνες κεφαλαίου |
econ. | capital expenditure for industrial buildings | κεφαλαιουχικές δαπάνες για βιομηχανικά κτίρια |
econ., fin. | capital flight | διαρροή κεφαλαίων |
econ., fin. | capital flight | έξοδος κεφαλαίων; φυγή κεφαλαίων |
account. | capital formation | σχηματισμός κεφαλαίου |
econ. | capital formation | ακαθάριστες επενδύσεις |
econ., fin., tax. | capital gain | κεφαλαιακή υπεραξία |
tax. | capital gain tax | φόρος υπεραξίας προερχομένης από εκχώρηση |
account. | capital gains | κέρδη κεφαλαίου |
econ. | capital gains or losses realised | πραγματοποιηθέντα κέρδη ή ζημίες κεφαλαίου |
law, fin. | capital gains rules | κανόνες περί κεφαλαιακών κερδών |
tax. | capital gains tax | φόρος υπεραξίας κεφαλαίων |
econ. | capital gains tax | φόρος υπεραξίας |
tax. | capital-gains tax | φόρος εισοδήματος κινητών αξιών |
tax. | capital-gains tax | φόρος πάνω στα έσοδα τοθ κεφαλαίου |
econ. | capital gains taxes | φόροι επί των κερδών κεφαλαίου |
econ., labor.org. | capital goods | πάγια κεφάλαια |
econ., labor.org. | capital goods | εξοπλισμός παραγωγής |
econ., labor.org. | capital goods | διαρκή μέσα παραγωγής |
econ., labor.org. | capital goods | αγαθά επένδυσης |
econ., labor.org. | capital goods | επενδυτικά αγαθά |
econ. | capital goods | κεφαλαιουχικό αγαθό |
econ. | capital grants to public enterprises recognized as independent legal entities | επιχορηγήσεις κεφαλαίου σε δημόσιες επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα |
econ. | capital income | εισόδημα εκ κεφαλαίων |
econ. | capital increase | αύξηση κεφαλαίου |
econ., fin. | capital inflow | εισροή κεφαλαίου |
econ., fin. | capital inflow | εισροές κεφαλαίων |
econ., fin. | capital inflows triggered by interest rate differentials | εισροές κεφαλαίων που οφείλονται στις διαφορές των επιτοκίων |
econ., fin. | capital influx | εισροές κεφαλαίων |
econ., fin. | capital influx | εισροή κεφαλαίου |
econ., interntl.trade. | capital intensity | ένταση κεφαλαίου |
econ. | capital intensive | έντασης κεφαλαίου |
gen. | capital-intensive activity | δραστηριότητα υψηλής έντασης κεφαλαίου |
econ., agric. | capital-intensive farming | γεωργία υψηλής εντάσεως επενδεδυμένου κεφαλαίου |
econ., labor.org. | capital-intensive goods | διαρκή μέσα παραγωγής |
econ., labor.org. | capital-intensive goods | κεφαλαιουχικά αγαθά |
econ., labor.org. | capital-intensive goods | επενδυτικά αγαθά |
econ., labor.org. | capital-intensive goods | εξοπλισμός παραγωγής |
econ., labor.org. | capital-intensive goods | αγαθά επένδυσης |
econ., labor.org. | capital-intensive goods | πάγια κεφάλαια |
econ., commer. | capital-intensive industry | βιομηχανία με υψηλή ένταση κεφαλαίου |
gen. | capital intensive production methods | παραγωγή έντασης κεφαλαίου |
account. | capital invested | επενδεδυμένα κεφάλαια |
law, market. | capital invested | εισφορά κεφαλαίου |
econ. | capital invested in co-operative societies recognized as independent legal entities | κεφάλαιο επενδυόμενο σε συνεταιρισμούς που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα |
econ. | capital invested in financial and non-financial quasi-corporate enterprises | κεφάλαια που τοποθετούνται σε χρηματοδοτικές και μη χρηματοδοτικές οιονεί εταιρείες |
econ. | capital invested in ordinary or limited partnerships recognized as independent legal entities | κεφάλαιο που επενδύεται σε προσωπικές εταιρείες που αναγνωρίζονται ωε ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα |
econ. | capital invested in quasi-corporate enterprises | κεφάλαια τοποθετημένα σε οιονεί εταιρείες |
econ. | capital investment | επένδυση κεφαλαίου |
econ., fish.farm. | capital investment cost | δαπάνη επένδυσης κεφαλαίου |
econ. | capital investments by non-residents in notional resident units | εισφορές κεφαλαίου από μη μόνιμους κατοίκους σε οιονεί μονάδες μόνιμους κατοίκους |
gen. | capital letter | κεφαλαίο γράμμα |
law | capital letters identifying the Member State | κεφαλαία διακριτικά γράμματα του κράτους μέλους; ομάδα διακριτικών γραμμάτων του κράτους μέλους |
account. | capital levies | έκτακτοι φόροι κεφαλαίου |
patents., fin., tax. | capital levy | τέλη υπεραξίας |
econ., market. | capital levy | εισφορά κεφαλαίου |
econ., market. | capital levy | κρατήσεις επί του κεφαλαίου |
tax. | capital levy | φόρος κεφαλαίου |
econ., fin. | capital loss on reclassification | απαξίωση κατόπιν νέας αποτίμησης |
account. | capital losses | ζημίες κεφαλαίου |
econ. | capital market | κεφαλαιαγορά |
econ. | capital movement | κίνηση κεφαλαίων |
econ. | capital ownership | σύσταση ιδιοκτησίας |
law, h.rghts.act. | capital punishment | η εσχάτη των ποινών |
law | capital punishment | ποινή του θανάτου |
law | capital punishment | θανατική ποινή |
law, fin. | capital share | μετοχή κεφαλαίου |
law, busin., labor.org. | capital share | μερίδιο κεφαλαίου |
law, fin. | capital share | μετοχή |
account. | capital shares | μετοχές κεφαλαίου |
econ. | capital shares issued by incorporated partnerships | μετοχές κεφαλαίου που εκδίδονται από εταιρείες περιορισμένης ευθύνης |
econ. | capital shares issued by limited liability companies | μετοχές κεφαλαίου που εκδίδουν οι ανώνυμες εταιρείες |
econ. | capital shares issued by limited liability companies | μετοχές κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών |
gen. | capital stock | μετοχικό κεφάλαιο |
gen. | capital stock | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
law, fin. | capital stock | μετοχή |
law, fin. | capital stock | μετοχή κεφαλαίου |
econ. | capital stock | εθνικό κεφαλαιακό απόθεμα |
gen. | capital stock | ονομαστικό κεφάλαιο |
gen. | capital stock | εταιρικό κεφάλαιο |
gen. | capital subscribed and not paid up | καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο |
law, fin. | capital subscription | μερίδιο στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ |
econ. | capital tax | φόροι κεφαλαίου |
tax. | capital tax | φόρος κεφαλαίου |
econ., fin., account. | capital taxes | φόροι κεφαλαίου |
agric. | capital tied up in buildings and equipment | ακίνητο κεφάλαιο σε κτίρια και υλικό |
econ. | capital transactions | συναλλαγές κεφαλαίου |
econ., fin., account. | capital transfer | μεταβιβάσεις κεφαλαίου |
econ. | capital transfer | κεφαλαιακή μεταβίβαση |
econ. | capital transfer | μεταφορά κεφαλαίων |
econ. | capital transfer tax | φόρος μεταβίβασης |
econ. | capital transfers made | μεταβιβάσεις κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν |
econ. | capital transfers received | μεταβιβάσεις κεφαλαίου που λαμβάνονται |
econ., agric. | capital value | Πάγιο κεφάλαιο δασοπονίας |
law | capital yield | έσοδα κεφαλαίου |
tax. | capital yields tax | φόρος πάνω στα έσοδα τοθ κεφαλαίου |
tax. | capital yields tax | φόρος εισοδήματος κινητών αξιών |
gen. | capitals configuration | σύνθεση πρωτευουσών |
gen. | capitals format | σύνθεση πρωτευουσών |
gen. | ceiling for the subordinated loan capital | ανώτατο όριο των δανείων μειωμένης εξασφάλισης |
gen. | centre capitals' region | Κέντρο των Πρωτευουσών |
account. | change in net worth due to saving and capital transfers account | λογαριασμός μεταβολών της καθαρής θέσης λόγω αποταμίευσης και μεταβιβάσεων κεφαλαίου |
account. | changes in net worth due to saving and capital transfers | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω αποταμίευσης και μεταβιβάσεων κεφαλαίου |
account. | circulating capital | κεφάλαια κίνησης |
account. | circulating capital | κεφάλαιο κινήσεως |
account. | circulating capital | κυκλοφορούν ενεργητικό |
account. | circulating capital fund | κεφάλαια κίνησης |
account. | circulating capital fund | κεφάλαιο κινήσεως |
account. | circulating capital fund | κυκλοφορούν ενεργητικό |
law, fin. | Code of Liberalisation of Capital Movements | Κώδικας ελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων |
busin., labor.org. | collective investment of capital provided by the public | συλλογική τοποθέτηση κεφαλαίων που συγκεντρώνονται με δημόσια εγγραφή |
gen. | Colloquium on Mergers, Capital Movements and the Printing Industry | Δημόσια συζήτηση "Συγχωνεύσεις, Κινήσεις Κεφαλαίων και Τυπογραφία" |
econ., fin. | Committee on Capital Movements and Invisible Transactions | Επιτροπή Κινήσεως Κεφαλαίων και Αδήλων Συναλλαγών; Επιτροπή Κίνησης Κεφαλαίων και Αδηλων Συναλλαγών |
law, econ., earth.sc. | company with share capital | ανώνυμη εταιρική επιχείρηση |
econ. | company with share capital | κεφαλαιουχική εταιρεία |
law, econ., earth.sc. | company with share capital | εταιρία κεφαλαίου |
busin., labor.org. | company with share capital | κεφαλαιουχική εταιρία |
law, econ., earth.sc. | company with share capital | εταιρεία κεφαλαίων |
busin., labor.org. | company with share capital | κεφαλαιουχική εταιρία κατά μετοχές |
law | complementary capital | συμπληρωματικά κεφάλαια |
account. | consumption of fixed capital | ανάλωση παγίου κεφαλαίου |
econ., market. | consumption of fixed capital | αποσβέσεις πάγιου κεφαλαίου |
econ. | to contract bank credits for working capital | χορηγώ τραπεζικές πιστώσεις για κεφάλαιο κινήσεως |
tax. | Convention between the Federal Republic of Germany and the United States of America for the Avoidance of Double Taxation and the Prevention of Fiscal Evasion with respect to Taxes on Income and Capital and to certain other Taxes | συνθήκη μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ηνωμένων Πολιτειών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής σε ό,τι αφορά τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, καθώς και ορισμένους άλλους φόρους |
tax. | Convention between the Hellenic Republic and the Republic of Albania for the avoidance of double taxation with respect to taxes on income and on capital | Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου |
busin., labor.org., account. | to convert into capital | κεφαλαιοποιώ |
fin. | convertible capital appreciation bond | μετατρέψιμο ομόλογο αύξησης με υπεραξία κεφαλαίου |
law | converting liabilities into equity capital | μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο |
econ., fin. | Corporate Venture Capital | Εταιρικά Επιχειρηματικά Κεφάλαια |
econ. | cost of capital | κόστος κεφαλαίου |
fin. | counter-cyclical capital buffer | αντικυκλικά αποθέματα ασφαλείας |
econ. | to cover expenditure on capital formation | κάλυψη δαπανών για ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου |
law, market. | credit capital | κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου |
law, market. | credit capital | δανειακό κεφάλαιο |
law, market. | credit capital | εξωτερικό κεφάλαιο |
law, market. | credit capital | πιστωτικό κεφάλαιο |
fin. | current capital operation | τρέχουσες πράξεις σε κεφάλαιο |
fin. | current capital operations | τρέχουσες πράξεις σε κεφάλαιο |
law, market. | debt capital | δανειακό κεφάλαιο |
econ., fin. | debt capital | δανειακό κεφάλαιο; κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου |
law, market. | debt capital | εξωτερικό κεφάλαιο |
law, market. | debt capital | κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου |
law, market. | debt capital | πιστωτικό κεφάλαιο |
econ. | deductible VAT on intermediate inputs and on his purchases of capital goods | εκπεστέος ΦΠΑ επί των ενδιάμεσων εισροών και των αγορών κεφαλαιουχικών αγαθών |
tax. | deductible VAT on purchases of capital goods | ΦΠA που τιμολογείται στον παραγωγό για τις αγορές αγαθών πάγιου κεφαλαίου και αγαθών που αποθεματοποιούνται |
tax. | deductible VAT on purchases of capital goods | ΦΠA επί των αγορών κεφαλαιουχικών αγαθών |
law, market. | development capital | κεφάλαιο ανάπτυξης |
account. | double gearing of capital | διπλός υπολογισμός των ιδίων κεφαλαίων |
econ., fin., account. | endowment capital | αρχικό κεφάλαιο |
fin. | entreprise capital | επιχειρηματικό κεφάλαιο |
fin. | equilibrating capital flow | εξισορροπητική ροή κεφαλαίων |
fin. | equilibrating capital flow | εξισορροπητική κίνηση κεφαλαίων |
fin. | equilibrating capital movement | εξισορροπητική ροή κεφαλαίων |
fin. | equilibrating capital movement | εξισορροπητική κίνηση κεφαλαίων |
busin. | equity capital | ίδιο κεφάλαιο |
account. | equity capital | μετοχικό κεφάλαιο |
busin. | equity capital | ίδια κεφάλαια |
busin. | equity capital | καθαρή λογιστική θέση |
econ., market. | equity capital inflow | εισροή μετοχικού κεφαλαίου |
law, fin., busin. | equity invested capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | equity invested capital | μετοχικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | equity invested capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
gen. | equity invested capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
econ. | estimation of the consumption of fixed capital at current prices | εκτίμηση της απόσβεσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές |
econ., fin. | European Private Equity and Venture Capital Association | Ευρωπαϊκή Ένωση Ιδιωτικών Επενδύσεων και Επιχειρηματικού Κεφαλαίου |
gen. | "Eurotech Capital" label | χαρακτηρισμός Eurotech capital |
tax. | exceptional levies on capital or wealth | έκτακτες εισφορές επί του κεφαλαίου |
econ., tax., social.sc. | Exempt contributions, Exempt investment income and capital gains of the pension institution, Taxed benefits | απαλλασσόμενες εισφορές, απαλλασσόμενα έσοδα από επενδύσεις και κέρδη κεφαλαίου των συνταξιοδοτικών ιδρυμάτων, φορολογούμενες παροχές |
econ., tax., social.sc. | Exempt contributions, Taxed investment income and capital gains of the pension institution, Taxed benefits | απαλλασσόμενες εισφορές, φορολογούμενα έσοδα από επενδύσεις και κέρδη κεφαλαίου των ΙΕΣΠ, φορολογούμενες παροχές |
econ. | export of capital | εξαγωγή κεφαλαίων |
econ., fin. | financial capital | χρηματοοικονομικό κεφάλαιο |
econ., account. | fixed capital | πάγια περιουσιακά στοιχεία |
econ., account. | fixed capital | πάγιο ενεργητικό |
econ., account. | fixed capital | πάγιες εγκαταστάσει |
econ., account. | fixed capital | πάγιο κεφάλαιο |
econ. | fixed capital goods produced on own account | αγαθά πάγιου κεφαλαίου που παράγονται για ίδιο λογαριασμό |
econ., fin. | flight of capital | έξοδος κεφαλαίων; φυγή κεφαλαίων |
econ., fin. | flight of capital | διαρροή κεφαλαίων |
econ., fin. | flight of capital | φυγή κεφαλαίων |
econ., fin. | flight of capital | έξοδος κεφαλαίων |
account. | floating capital | κυκλοφορούν ενεργητικό |
account. | floating capital | κεφάλαιο κινήσεως |
fin. | flow of capital | κίνηση κεφαλαίων |
fin. | flow of capital | χρηματοδοτική ροή |
fin. | flow of capital | ροές κεφαλαίων |
fin. | flow of capital | χρηματοοικονομικές ροές |
econ. | foreign capital | ξένα κεφάλαια |
econ. | free movement of capital | ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων |
law | free movement of goods, persons, services and capital | ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων |
law | free movement of persons, services and capital | ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων,των υπηρεσιών και των κεφαλαίων |
gen. | free movement of persons, services and capital | ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων των υπηρεσιών και των κεφαλαίων |
gen. | freedom of movement for persons, services and capital | ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων των υπηρεσιών και των κεφαλαίων |
econ. | fully paid-up capital | πλήρως καταβεβλημένο κεφάλαιο |
econ., fin. | global capital production | προϊόν ολικού κεφαλαίου |
econ. | to go beyond the degree of liberalisation of capital movements provided for | υπερβαίνουν το επίπεδο ελευθερώσεως των κεφαλαίων που προβλέπεται |
econ. | government investments in the capital of the IMF quota | κυβερνητικές συμμετοχές στο κεφάλαιο του ΔΝΤποσοστό συμμετοχής |
econ., fin. | gross capital formation | ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου |
econ., fin. | gross capital formation | ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου; ακαθάριστες επενδύσεις |
econ., fin. | gross capital formation | ακαθάριστες επενδύσεις |
econ., fin. | gross fixed capital formation | ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | gross fixed capital formation | ακαθάριστη επένδυση πάγιου κεφαλαίου; πάγια ακαθάριστη επένδυση; ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | gross fixed capital formation | δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου |
econ. | gross fixed capital formation at basic prices | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε βασικές τιμές |
tax. | gross fixed capital formation at producers'prices excluding deductible VAT | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | gross fixed capital formation at purchasers'prices excluding deductible VAT | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | gross fixed capital formation by branch of ownership | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά κλάδο κτήσης |
econ. | gross fixed capital formation by product branch producing capital goods | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόνκλάδος παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών |
econ. | gross fixed capital formation by product | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν |
econ. | gross fixed capital formation by product and by branch of ownership | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν και κλάδο κτήσης |
law, tax. | harmonized capital-duty rate | εναρμονισμένος φόρος εισφοράς |
econ., social.sc. | human capital | ανθρώπινο δυναμικό |
social.sc., econ. | human capital | ανθρώπινο κεφάλαιο |
social.sc. | "Human capital and mobility" programme | πρόγραμμα "Ανθρωπινοι πόροι και κινητικότητα" |
econ., social.sc. | Human Capital Management | ανθρώπινο κεφάλαιο |
econ., social.sc. | Human Capital Management | ανθρώπινο δυναμικό |
econ., fin. | idle capital | αδρανές κεφάλαιο, λιμνάζον κεφάλαιο |
law, fin. | imputed capital gain | τεκμαρτό κεφαλαιακό κέρδος |
econ. | industrial capital | βιομηχανικό κεφάλαιο |
econ., account. | intangible productive capital | άυλο παραγωγικό κεφάλαιο |
econ. | intellectual capital | διανοητικό κεφάλαιο |
econ. | interest and savings premiums paid at the same time as the capital | τόκοι και πριμ αποταμιεύσεων που καταβάλλονται την ίδια χρονική στιγμή με το κεφάλαιο |
busin. | invested capital | ίδια κεφάλαια |
busin. | invested capital | ίδιο κεφάλαιο |
busin. | invested capital | καθαρή λογιστική θέση |
econ., fin. | investment in fixed capital | πάγια επένδυση |
econ., fin. | investment in fixed capital | επένδυση παγίου κεφαλαίου |
account. | investments of subsidiary in capital stock of parent company | ατομικά μερίδια του κοντσέρν |
account. | investments of subsidiary in capital stock of parent company | ίδια μερίδια του ομίλου |
account. | investments of subsidiary in capital stock of parent company | ίδια μερίδια του κοντσέρν |
econ., fin. | inward capital movements | εισροές κεφαλαίων |
econ., fin. | inward capital movements | εισροή κεφαλαίου |
econ., construct. | is sufficient to cover its working expenses and the interest charges on its capital outlay | παραγωγικόν έργον |
fin., busin., labor.org. | issued capital | εγγεγραμμένο κεφάλαιο |
fin., busin., labor.org. | issued capital | αναληφθέν κεφάλαιο |
fin., busin., labor.org. | issued share capital | αναληφθέν κεφάλαιο |
fin., busin., labor.org. | issued share capital | εγγεγραμμένο κεφάλαιο |
law, fin., busin. | joint stock capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | joint stock capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | joint stock capital | μετοχικό κεφάλαιο |
gen. | joint stock capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
law | key for capital subscription | κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο |
econ., social.sc., empl. | knowledge capital | κεφάλαιο της γνώσης |
tax., busin., labor.org. | legal capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin. | liability for capital duty | υποβολή στο φόρο εισφοράς |
gen. | liberalization of capital movements | ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων |
law, market. | limited partner's capital contribution | εισφορά ετερόρρυθμου εταίρου |
busin., labor.org. | limited partnership with a share capital | ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών |
busin., labor.org. | limited partnership with share capital | ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία |
econ., fin. | liquid capital | ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
econ., fin. | loan capital | δανειακό κεφάλαιο; κεφάλαιο προερχόμενο εκ δανείου |
econ., fin. | long-lived capital goods | μακροπρόθεσμα κεφαλαιουχικά αγαθά |
fin., econ. | long-term capital movements | κινήσεις κεφαλαίων μακροπρόθεσμα |
fin. | long-term capital movements | κινήσεις κεφαλαίων,μακροπρόθεσμα |
law | maintenance in the form of a single capital payment | διατροφή υπό μορφή εφάπαξ χρηματικής καταβολής |
econ., fin. | mobilise private capital | αντλώ ιδιωτικά κεφάλαια |
econ. | movement of capital | κινήσεις κεφαλαίων |
econ., fin. | movements of capital | κινήσεις κεφαλαίων |
econ., fin. | net outflow of capital | καθαρές εκροές κεφαλαίων |
econ. | new investments in cash or kind less any capital withdrawals | νέες τοποθετήσειςσε χρήμα ή είδοςμείον οποιεσδήποτε αναλήψεις κεφαλαίου |
tax., busin., labor.org. | nominal capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | nominal capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | nominal capital | μετοχικό κεφάλαιο |
gen. | nominal capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
econ. | occasional and exceptional levies on capital or wealth | έκτακτοι φόροι κεφαλαίου ή περιουσίας |
econ., fin. | occasional and exceptional levies on capital or wealth | έκτακτοι φόροι κεφαλαίου |
gen. | official capital flows | να μη γίνεται αποδέκτης θετικών καθαρών επίσημων κινήσεων κεφαλαίων επίσημες κινήσεις κεφαλαίων |
fin. | ordinary share capital | μετοχικό κεφάλαιο σε κοινές μετοχές |
law, fin., busin. | original capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | original capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | original capital | μετοχικό κεφάλαιο |
gen. | original capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
account. | other capital transfers | λοιπές μεταβιβάσεις κεφαλαίου |
econ. | other capital transfers | λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις |
econ. | outflow of capital | διαφυγή κεφαλαίων |
fin., account. | outside capital | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια |
econ. | overhead capital | κοινωνικό πάγιο κεφάλαιο |
econ. | overhead capital | κεφάλαιο υποδομής |
fin. | own-account fixed capital formation | επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό |
gen. | paid-in capital | κεφάλαιο άμεσης εξόφλησης |
gen. | paid-in capital | καταβεβλημένο κεφάλαιο |
econ., insur., busin. | paid-up capital | καταβεβλημένο κεφάλαιο |
gen. | paid-up capital | κεφάλαιο άμεσης εξόφλησης |
econ., market. | participation of foreign capital | συμμετοχή ξένου κεφαλαίου |
account. | partly paid capital | μη καταβεβλημένο κεφάλαιο |
account. | partly paid capital | μη απαιτητό κεφάλαιο |
account. | partly paid-up capital | μη απαιτητό κεφάλαιο |
account. | partly paid-up capital | μη καταβεβλημένο κεφάλαιο |
fin., bank. | person putting up the capital | χρηματοδότης |
gen. | physical and human capital-intensive activities | δραστηριότητες υψηλής έντασης κεφαλαίου και ανθρώπινου δυναμικού |
econ., busin., labor.org. | physical capital | υλικό κεφάλαιο |
econ., commer., fin. | productive capital | παραγωγικό κεφάλαιο |
econ. | progressively accumulate further capital | συσσωρεύω προοδευτικά και άλλο κεφάλαιο |
busin., labor.org., account. | proportion of capital and reserves | ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων |
econ., fin. | proposed capital operation | απαιτούμενη παρέμβαση σε κεφάλαιο |
fin. | public capital formation | σχηματισμός κεφαλαίου δημόσιου τομέα |
account. | published capital and reserves | μετοχικό κεφάλαιο και αποθεματικά απεικονιζόμενα στον ετήσιο ισολογισμό |
econ. | purchases of intermediate inputs or capital goods | αγορές ενδιάμεσων εισροών ή κεφαλαιουχικών αγαθών |
fin. | quasi-capital | οιονεί ίδια κεφάλαια |
gen. | quasi-capital | oιovεί κεφάλαιo |
econ. | realised capital gains | πραγματοποιηθέντα κέρδη κεφαλαίου |
econ. | recycling of capital | ανακύκλωση κεφαλαίων |
law, market. | reduction of the company's capital | μείωση του εταιρικού κεφαλαίου |
law | registered capital | ιδρυτικό κεφάλαιο |
fin., account. | registered capital | εγκριθέν κεφάλαιο |
fin., account. | registered capital | δυνητικό κεφάλαιο |
fin., account. | registered capital | εγκεκριμένο κεφάλαιο |
fin. | registered capital | κεφαλαιακός εξοπλισμός |
fin. | registered capital | συμμετοχή στο κεφάλαιο |
law, fin., busin. | registered capital | μετοχικό κεφάλαιο |
tax., busin., labor.org. | registered capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | registered capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
gen. | registered capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
econ. | repatriation of capital | επαναπατρισμός κεφαλαίων |
econ. | reproducible fixed capital goods | αγαθά πάγιου κεφαλαίου που μπορεί να αναπαραχθούν |
fin., busin. | reserved capital increase | δεσμευμένη αύξηση κεφαλαίου |
account. | rest-of-the-world capital account | λογαριασμός κεφαλαίου της αλλοδαπής |
law | restrictions on the movement of capital | περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων |
law, fin. | return on the business's own capital | απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης |
econ., fin. | reversal of short-term capital flows | αναστροφή των βραχυπρόθεσμων κεφαλαιακών ροών |
law, market. | review of capital stock | επανεξέταση του μετοχικού κεφαλαίου |
busin., labor.org., account. | rights in the capital | δικαιώματα στο κεφάλαιο |
fin., econ. | risk capital | επισφαλή κεφάλαια |
fin. | risk capital | επισφαλές κεφάλαιο |
fin. | risk capital | επιχειρηματικό κεφάλαιο |
fin. | risk capital | επιχειρηματικά κεφάλαια |
fin. | risk capital | κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου |
fin. | risk capital | κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου |
fin. | Risk Capital Action Plan | Σχέδιο Δράσης για τα Επιχειρηματικά Κεφάλαια |
fin. | Risk Capital Action Plan | Πρόγραμμα δράσης επιχειρηματικών κεφαλαίων |
econ., fin. | risk capital action plan | σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια |
econ., fin. | Risk Capital Action Plan | σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια |
fin. | risk capital facility | χρηματοδότηση με κεφάλαια υψηλού κινδύνου |
fin. | risk capital facility | χρηματοδότηση με επισφαλή κεφάλαια |
fin. | risk capital financing | χρηματοδότηση με κεφάλαια κινδύνου |
fin. | risk capital financing | χρηματοδότηση με κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου |
fin. | risk capital from budgetary resource | κεφάλαια κινδύνου από πόρους του προϋπολογισμού |
fin. | risk capital from budgetary resource | κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου από πόρους του προϋπολογισμού |
fin. | risk capital market | αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων |
fin. | risk capital measures | μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων |
fin. | risk linked with the composition of their capital | κίνδυνος που συνδέεται με τη σύνθεση των κεφαλαίων |
fin. | risk weighted prudential capital requirements | προληπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σταθμισμένες ως προς την επικινδυνότητα |
econ. | sale of existing fixed capital goods | πώληση των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου |
econ., fin. | security representing the capital of the company | παραστατικός τίτλος του εταιρικού κεφαλαίου |
econ. | seed capital | κεφάλαιο αρχικής ώθησης |
econ., fin. | seed capital fund | κεφάλαιο εκκίνησης |
law, fin., busin. | share-capital | μετοχικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | share capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | share-capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
econ. | share capital | εταιρικό κεφάλαιο |
gen. | share-capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
busin., labor.org. | share capital | μετοχικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | share-capital | εταιρικό κεφάλαιο |
gen. | share capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
account. | share capital and reserves stated in the annual statement | μετοχικό κεφάλαιο και αποθεματικά απεικονιζόμενα στον ετήσιο ισολογισμό |
busin., labor.org., account. | shares in the capital | μετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησης |
econ., fin. | short-lived capital goods | βραχυπρόθεσμα κεφαλαιουχικά αγαθά |
econ., market. | sinking of floating capital | απόσβεση κυκλοφορούντος κεφαλαίου |
econ. | social overhead capital | κεφάλαιο υποδομής |
econ. | social overhead capital | κοινωνικό πάγιο κεφάλαιο |
econ. | special heading of the capital account | ειδική κατηγορία του λογαριασμού κεφαλαίου |
gen. | Specific programme of research and technological development in the field of human capital and mobility 1990 to 1994 | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού και της κινητικότητας1990-1994 |
nat.sc. | specific research and technological development programme in the field of human capital and mobility | ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού και της κινητικότητας |
busin., labor.org. | stock capital | μετοχικό κεφάλαιο |
econ. | stock of fixed capital goods | υφιστάμενα αγαθά πάγιου κεφαλαίου |
gen. | subordinated capital | κεφάλαιο μειωμένης εξασφάλισης |
gen. | subordinated loan capital | δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ; κεφάλαιο δανείων μειωμένης εξασφάλισης |
busin., labor.org., account. | subscribed capital called but not paid | κεφάλαιο καλυφθέν, ληξιπρόθεσμο αλλά μη καταβεβλημένο |
gen. | subscribed capital unpaid | καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο |
law, fin. | subscription to the capital of the ECB | μερίδιο στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ |
econ. | supply of fixed capital goods free of charge | δωρεάν προμήθεια αγαθών πάγιου κεφαλαίου |
fin. | sustained capital outflow | παρατεινόμενη εκροή κεφαλαίων |
account. | sustaining capital expenditure | συνεχούς ενίσχυσης κεφαλαιουχικών δαπανών |
econ., account. | tangible productive capital | υλικό παραγωγικό κεφάλαιο |
econ. | tax on capital | φορολογία κεφαλαίου |
tax. | tax on capital | φόρος κεφαλαίου |
tax. | tax on capital formation | δικαίωμα εισφοράς |
tax. | tax on capital formation | φόρος επί της συγκεντρώσεως κεφαλαίων |
tax. | tax on capital transfers and documented legal acts | φόρος μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιοπραξιών |
tax. | taxation of capital gains | φορολόγηση της υπεραξίας |
econ., tax., social.sc. | Taxed contributions, Exempt investment income and capital gains of the pension institution, Exempt benefits | φορολογούμενες εισφορές, απαλλασσόμενα έσοδα από επενδύσεις και κέρδη κεφαλαίου των συνταξιοδοτικών ιδρυμάτων, απαλλασσόμενες παροχές |
law, fin. | temporary exemption from capital duty | προσωρινή απαλλαγή από το φόρο εισφοράς |
gen. | the Agency's capital an0 the terms upon which it is to be subscribed | το κεφάλαιο του Oργανισμού και ο τρόπος για την κάλυψη του |
law | the national central banks shall be the sole subscribers to and holders of the capital of the ECB | οι εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι οι μόνοι εγγεγραμμένοι μεριδιούχοι και κάτοχοι του κεφαλαίου της ΕΚΤ |
commer., fin. | total capital ratio | συνολικός λόγος κεφαλαίου/υποχρεώσεων |
econ. | transactions involving the distribution of capital | συναλλαγές που αφορούν τη διανομή κεφαλαίου |
fin. | transfer of capital to group entities | μεταφορά κεφαλαίων στους οργανισμούς του ομίλου |
econ. | transfers made for the specific purpose of financing capital expenditure | μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται με συγκεκριμένο σκοπό τη χρηματοδότηση κεφαλαιουχικών δαπανών |
econ. | transfers of capital and earnings. | οι μεταφορές κεφαλαίων και μισθών |
account. | uncalled capital | μη απαιτητό κεφάλαιο |
account. | uncalled capital | μη καταβεβλημένο κεφάλαιο |
econ. | under-utilization of capital resources | υποαξιοποίηση του εξοπλισμού |
law | universal moratorium on capital punishment | οικουμενική εκεχειρία στις θανατικές εκτελέσεις |
account. | unpaid capital | μη απαιτητό κεφάλαιο |
account. | unpaid capital | μη καταβεβλημένο κεφάλαιο |
econ., market. | unproductive capital | αργούν παραγωγικό δυναμικό |
econ., market. | unproductive capital | μη παραγωγικό κεφάλαιο |
gen. | unsecured capital | κεφάλαιο χωρίς ασφάλειες ή εγγυήσεις |
econ. | upturn in business capital formation | άνοδος στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | valuation of gross fixed capital formation | αποτίμηση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου |
tax. | VAT invoiced to the producer on purchases of fixed capital goods and of goods put into stock | ΦΠA που τιμολογείται στον παραγωγό για τις αγορές αγαθών πάγιου κεφαλαίου και αγαθών που αποθεματοποιούνται |
tax. | VAT invoiced to the producer on purchases of fixed capital goods and of goods put into stock | ΦΠA επί των αγορών κεφαλαιουχικών αγαθών |
econ. | venture capital | κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου |
econ., fin. | venture capital company | εταιρίες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών |
fin. | weighted average cost of capital | μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου |
law | withdrawal of militias from the capital | αναχώρηση των στρατιωτικών ομάδων από την πρωτεύουσα |
econ. | withdrawals of capital | αναλήψεις κεφαλαίου |
account. | working capital | κυκλοφορούν ενεργητικό |
fin., tax., industr. | working capital | κεφάλαιο λειτουργίας |
fin., tax., industr. | working capital | ενεργητικό κεφάλαιο |
fin., tax., industr. | working capital | κεφάλαιο εκμετάλλευσης |
econ. | working capital | κεφάλαιο κίνησης |
patents. | working capital | κεφάλαιο κινήσεως |
fin., agric. | working capital credit | πίστωση για κεφάλαια κίνησης |
econ., fin. | Working Group on Access to Capital Markets | Oμάδα Eργασίας για την Πρόσβαση σε Kεφαλαιαγορές |