DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Insurance containing capital | all forms | exact matches only
EnglishGreek
capital allowanceεφάπαξ παροχή
capital annuityσυνδυασμός εγγυημένης προσόδου και αναβαλλόμενης προσόδου
capital benefitπαροχές λόγω θανάτου και μόνιμης ολικής ανικανότητας σε ασφαλιστήριο προσωρινού ατυχήματος
capital bondασφαλιστήριο με δυνατότητα καταβολής εφάπαξ ποσού
export credit insurance capitalΚεφάλαιο Ασφάλισης Πιστώσεων Εξαγωγών ΚΑΠΕ
guarantee capitalεγγυητικό κεφάλαιο
guarantee capitalαρχικό κεφάλαιο
initial capitalεγγυητικό κεφάλαιο
subscribed but not paid-up capitalεγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο