DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Social science containing conditioned | all forms
EnglishGreek
access conditionsσυνθήκες πρόσβασης
Committee of Experts of the European Foundation for the Improvement of Living and Working ConditionsΕπιτροπή εμπειρογνωμόνων του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας
Convention concerning Employment and Conditions of Work and Life of Nursing PersonnelΣύμβαση για την απασχόληση και τους όρους εργασίας και ζωής του νοσηλευτικού προσωπικού
European household panel on income and living conditionsέρευνα για τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών στην Ευρώπη
European panel on the income and living conditions of householdsΕυρωπαϊκό πάνελ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών
Governing Board of the European Foundation for the Improvement of Living and Working ConditionsΔιοικητικό συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας
marital conditionκαθεστώς από πλευράς Αστικού Δικαίου
marital conditionοικογενειακή κατάσταση
Mixed Committee for the Harmonisation of Working Conditions in the Coal IndustryΜικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία άνθρακα
Mixed Committee for the Harmonisation of Working Conditions in the Iron and Steel IndustryΜικτή Επιτροπή για την Εναρμόνιση των Συνθηκών Εργασίας στη Βιομηχανία Σιδήρου και Χάλυβα
Netherlands Institute for Working Conditionsολλανδικό ινστιτούτο για τις συνθήκες εργασίας
operant conditioningσυντελεστική εξαρτημένη μάθηση
operant conditioningεπεμβατική εξαρτημένη μάθηση
peripheral vascular conditionsπαθήσεις του περιφερικού αγγειακού συστήματος
to promote improved working conditions and an improved standard of living for workersπροάγουν τη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού
working conditionsόροι εργασίας' συνθήκες εργασίας