Subject | English | Greek |
econ. | a crisis is imminent | επίκειται κρίση |
med. | addisonian crisis | επινεφριδική κρίση |
med. | addisonian crisis | σύνδρομο Bernard-Sergent |
med. | Addisonian crisis | κρίση Addison |
med. | addisonian crisis | αδδισωνική κρίση |
med. | addisonian crisis | οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια |
med. | adrenal crisis | επινεφριδική κρίση |
med. | adrenal crisis | σύνδρομο Bernard-Sergent |
med. | adrenal crisis | αδδισωνική κρίση |
med. | adrenal crisis | οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια |
polit. | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές |
gen. | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές |
med. | affective crises | συγκινησιακές κρίσεις |
gen. | Agreement between the European Union and Canada establishing a framework for the participation of Canada in the European Union crisis management operations | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά σχετικά με την καθιέρωση πλαισίου για τη συμμετοχή του Καναδά στις επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Agreement between the European Union and New Zealand on the participation of New Zealand in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Νέας Ζηλανδίας σχετικά με τη συμμετοχή της Νέας Ζηλανδίας στη στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση Althea |
gen. | Agreement between the European Union and Romania establishing a framework for the participation of Romania in the European Union crisis-management operations | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρουμανίας σχετικά με την καθιέρωση πλαισίου για τη συμμετοχή της Ρουμανίας στις επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Agreement between the European Union and the former Yugoslav Republic of Macedonia on the participation of the former Yugoslav Republic of Macedonia in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation ALTHEA | συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σχετικά με τη συμμετοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση ALTHEA |
gen. | Agreement between the European Union and the Kingdom of Morocco on the participation of the Kingdom of Morocco in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου για τη συμμετοχή του Βασιλείου του Μαρόκου στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση Althea |
gen. | Agreement between the European Union and the Kingdom of Norway establishing a framework for the participation of the Kingdom of Norway in the European Union crisis-management operations | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με την καθιέρωση πλαισίου για τη συμμετοχή του Βασιλείου της Νορβηγίας στις επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Albania on the participation of the Republic of Albania in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Αλβανίας για τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αλβανίας στην στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση ALTHEA |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Chile on the participation of the Republic of Chile in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation ALTHEA | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Χιλής σχετικά με τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Χιλής στη στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη Επιχείρηση Althea |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Iceland establishing a framework for the participation of the Republic of Iceland in the European Union crisis-management operations | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας σχετικά με την καθιέρωση πλαισίου για τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Ισλανδίας στις επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Turkey establishing a framework for the participation of the Republic of Turkey in the European Union crisis management operations | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκικής Δημοκρατίας σχετικά με την καθιέρωση πλαισίου για τη συμμετοχή της Τουρκικής Δημοκρατίας στις ενωσιακές επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων |
med. | anal crises | πρωκτικός τεινεσμός (tenesmi alvi) |
med. | anal crises | πρωκτικές κρίσεις (tenesmi alvi) |
med. | anginous crisis | στηθαγχική κρίσις |
med. | anginous crisis | κρίσις στηθάγχης |
econ. | anti-crisis plan | σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης |
med. | aplastic crisis | απλαστική κρίση |
gen. | Arrangements for consultation and cooperation between the European Union and Canada on crisis management | Ρυθμίσεις σχετικά με τη διαβούλευση και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά σε θέματα διαχείρισης κρίσεων |
med. | asthmatic crisis | ασθματική κρίσις (status asthmaticus) |
med. | asthmatic crisis | ασθματική κρίση |
med. | asthmatic crisis | ασθματική κατάσταση |
med. | Basedow crisis | κρίσις του Basedow |
med. | blastic crisis | βλαστική κρίση |
med. | blood crisis | αιματολογική κρίση |
med. | bronchial crisis | βρογχογενής κρίση σε νωτιάδα φθίση |
med. | bulbar crisis | προμηκική κρίση |
gen. | civilian capabilities for crisis management | μη στρατιωτικές δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων |
gen. | civilian crisis management | διαχείριση κρίσεων με πολιτικά μέσα |
gen. | Civilian Crisis Management Capability Conference | Διάσκεψη για την ικανότητα μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων |
agric. | climacteric crisis | κλιμακτήρια περίοδος |
med. | clitoridean crises | κλειτοριδικές κρίσεις |
polit. | Commission's crisis management unit | Μονάδα Διαχείρισης Κρίσεων της Επιτροπής |
gen. | Committee for Civilian Aspects of Crisis Management | Επιτροπή πολιτικής διαχείρισης κρίσεων |
gen. | Committee of Inquiry into the crisis of the Equitable Life Assurance Society | Εξεταστική επιτροπή για την οικονομική κρίση της εταιρείας Equitable Life Assurance Society |
gen. | Committee of Inquiry into the crisis of the Equitable Life Assurance Society | Εξεταστική επιτροπή για την οικονομική κατάρρευση της εταιρείας Equitable Life Assurance Society |
med. | Community crisis unit | κοινοτική ομάδα αντιμετώπισης κρίσεων |
gen. | Community crisis unit | κοινοτική μονάδα έκτακτης ανάγκης |
gen. | Conference on the Employment Crisis and Trade Unions | Διάσκεψη "Κρίση στον τομέα απασχόλησης και συνδικαλιστικές οργανώσεις" |
law | constitutional crisis | συνταγματική κρίση |
med. | contraversive crisis | ανάστροφη κρίση |
polit. | Co-ordinating Mechanism for Civilian Aspects of Crisis Management | συντονιστικός μηχανισμός για τη μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων |
gen. | crisis build-up | επικείμενη κρίση |
polit. | crisis centre | Κέντρο Κρίσεων |
gen. | crisis centre | μονάδα αντιμετώπισης κρίσεων |
gen. | crisis code of criminal procedure | κώδικας ποινικής δικονομίας για περιπτώσεις κρίσεων |
obs. | crisis coordination arrangements | ρυθμίσεις της ΕΕ για το συντονισμό σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και κρίσεις |
gen. | crisis coordination arrangements | ολοκληρωμένες ρυθμίσεις ΕΕ για την αντιμετώπιση πολιτικών κρίσεων |
gen. | crisis correspondent | ανταποκριτής κρίσης |
agric. | crisis distillation | απόσταξη κρίσης |
fin. | crisis management | διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων |
gen. | crisis management | διαχείριση κρίσεων |
med. | crisis management | θεραπεία κρίσης |
gen. | crisis management | χειρισμός κρίσεων |
environ. | crisis management The technique, practice or science of handling or controlling situations of acute difficulty, danger or instability; or the total of measures taken to provide a solution for political, economic, environmental or other similar dangers and conflicts | διαχείριση της κρίσης |
gen. | crisis management | διαχείριση της κρίσης |
gen. | Crisis Management and Planning Directorate | Διεύθυνση διαχείρισης κρίσεων και σχεδιασμού |
law | Crisis Management Board | συμβούλιο διαχείρισης κρίσεων |
gen. | Crisis management centre | επιτελείο |
gen. | Crisis Management Concept | γενική ιδέα διαχείρισης κρίσεων |
gen. | crisis management fund | ταμείο για τη διαχείριση κρίσεων |
gen. | crisis management operation | επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων |
health., pharma. | Crisis Management Plan for Centrally Authorised Products | σχέδιο διαχείρισης κρίσης φαρμάκων εγκεκριμένων μέσω κεντρικής διαδικασίας |
gen. | Crisis Management Procedures | διαδικασίες διαχείρισης κρίσεων |
gen. | crisis management staff | προσωπικό διαχείρισης κρίσεων |
transp., avia. | crisis management unit | μονάδα αντιμετώπισης κρίσεων |
polit. | Crisis Management/Current Operations Branch | υποτμήμα "Διαχείριση των κρίσεων / Διεξαγόμενες επιχειρήσεις" |
el. | crisis measure | μηχανισμός κρίσεως |
med. | crisis of adolescents | νεανιεύματα |
med. | crisis of adolescents | εφηβική κρίση |
med. | crisis of auditory nerve | κρίσις του ακουστικού νεύρου |
social.sc. | crisis of civilisation | κρίση του πολιτισμού |
gen. | Crisis of the Equitable Life Assurance Society | Εξεταστική επιτροπή για την οικονομική κρίση της εταιρείας Equitable Life Assurance Society |
gen. | Crisis of the Equitable Life Assurance Society | Εξεταστική επιτροπή για την οικονομική κατάρρευση της εταιρείας Equitable Life Assurance Society |
law | Crisis Platform | πλατφόρμα κρίσεων |
gen. | crisis prevention centre | κέντρο πρόληψης των κρίσεων |
fin. | crisis-prone | επιρρεπής σε κρίσεις |
econ. | crisis resolution mechanism | μηχανισμός επίλυσης κρίσεων |
health. | crisis response | αντιμετώπιση των κρίσεων |
polit. | Crisis Response and Current Operations Branch | υποτμήμα σχεδιασμού αντίδρασης σε κρίση / διεξαγόμενες επιχειρήσεις |
gen. | crisis response capacity | ικανότητα αντιμετώπισης κρίσεων |
gen. | crisis response coordination team | συντονιστική ομάδα αντιμετώπισης της κρίσης |
el. | crisis scheme | μηχανισμός κρίσεως |
gen. | Crisis Task Force | ειδικές δυνάμεις κρίσης |
pharma., el. | crisis unit | ομάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης |
bank. | cross-border crisis management | διαχείριση της διασυνοριακής κρίσης |
bank. | cross-border crisis management | διασυνοριακή διαχείριση κρίσεων |
fin. | currency crisis | νομισματική κρίση |
gen. | Decision 2008/617/JHA on the improvement of cooperation between the special intervention units of the Member States of the European Union in crisis situations | Απόφαση 2008/617/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , για τη βελτίωση της συνεργασίας σε καταστάσεις κρίσεως μεταξύ των ειδικών μονάδων επέμβασης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
med. | deglobulisation crisis | κρίση αιμολυτική |
med. | Dietl crisis | κρίση του Dietl |
environ. | ecological crisis | οικολογική κρίση |
med. | elementary epileptic taste crisis | στοιχειώδης επιλεπτική γευστική κρίσις |
econ. | energy crisis | ενεργειακή κρίση |
med. | epileptic three-phase crisis | επιληπτική κρίση τριών φάσεων |
gen. | EU civilian crisis management operation | ενωσιακή επιχείρηση μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων |
obs. | EU Emergency and Crisis Coordination Arrangements | ρυθμίσεις της ΕΕ για το συντονισμό σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και κρίσεις |
gen. | EU Emergency and Crisis Coordination Arrangements | ολοκληρωμένες ρυθμίσεις ΕΕ για την αντιμετώπιση πολιτικών κρίσεων |
obs. | EU Integrated Political Crisis Response IPCR arrangements | ρυθμίσεις της ΕΕ για το συντονισμό σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και κρίσεις |
gen. | EU Integrated Political Crisis Response IPCR arrangements | ολοκληρωμένες ρυθμίσεις ΕΕ για την αντιμετώπιση πολιτικών κρίσεων |
gen. | EU Special Representative for the crisis in Georgia | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ για την κρίση στη Γεωργία |
gen. | EU Special Representative for the South Caucasus and the crisis in Georgia | ειδικός εντεταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον Νότιο Καύκασο και την κρίση στη Γεωργία |
fin. | euro area sovereign debt crisis | κρίση χρέους των ευρωπαϊκών κρατών |
fin. | euro area sovereign debt crisis | κρίση δημόσιου χρέους της ευρωζώνης |
fin. | European sovereign debt crisis | κρίση χρέους των ευρωπαϊκών κρατών |
fin. | European sovereign debt crisis | κρίση δημόσιου χρέους της ευρωζώνης |
gen. | European Union Centre for the active prevention of crises | Κέντρο ανάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | European Union military operation in support of humanitarian assistance operations in response to the crisis situation in Libya | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας προς ανταπόκριση στην κατάσταση κρίσης που επικρατεί στη Λιβύη |
gen. | European Union Special Representative for the crisis in Georgia | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ για την κρίση στη Γεωργία |
gen. | European Union Special Representative for the South Caucasus and the crisis in Georgia | ειδικός εντεταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον Νότιο Καύκασο και την κρίση στη Γεωργία |
ed. | Europe's New Training Initiative for Civilian Crisis Management | Νέα πρωτοβουλία κατάρτισης για τη μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων |
gen. | EUSR for the crisis in Georgia | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ για την κρίση στη Γεωργία |
gen. | EUSR for the South Caucasus and the crisis in Georgia | ειδικός εντεταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον Νότιο Καύκασο και την κρίση στη Γεωργία |
UN | EU/UN Steering Committee on crisis management | Ειδική ομάδα ΕΕ/ΗΕ για τη διαχείριση κρίσεων |
agric. | financial compensation for the crisis | αντισταθμιστική αποζημίωση για την αντιμετώπιση της κρίσης |
econ., fin. | financial crisis | χρηματοπιστωτική κρίση |
econ., fin. | financial crisis | χρηματοοικονομική κρίση |
fin. | financial crisis cell | μονάδα αντιμετώπισης χρηματοπιστωτικών κρίσεων |
fin. | financial crisis management | διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων |
gen. | first boiling crisis | κρίσιμη θερμική ροή |
gen. | first boiling crisis | θερμική ροή DNB |
gen. | food crisis | επισιτιστική κρίση |
gen. | FoP on the Integrated Political Crisis Response arrangements and the Solidarity Clause Implementation | Ομάδα "Φίλοι της Προεδρίας" Ολοκληρωμένες ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση πολιτικών κρίσεων και την εφαρμογή της ρήτρας αλληλεγγύης |
gen. | Forgotten Crisis Assessment | Αξιολόγηση Λησμονημένων Κρίσεων |
med. | gastric crisis | καφεοειδής έμετος |
med. | gastric crisis | αιματέμεση |
fin., agric., polit. | Global Food Crisis Response Program | Πρόγραμμα αντιμετώπισης της επισιτιστικής κρίσης |
gen. | Guidelines for Command and Control Structure for EU Civilian Operations in Crisis Management | Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δομή διοίκησης και ελέγχου των ενωσιακών επιχειρήσεων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων |
med. | haematic crisis | αιματική κρίση |
med. | haemolytic crisis | αιμολυτική κρίση |
med. | hepatic crisis | οξεία ηπατική ανεπάρκεια |
med. | hepatic crisis | κρίσις του ήπατος |
med. | hepatic crisis | ηπατική κρίσις |
polit., UN | High Level Task Force on the Global Food Security Crisis | Ειδική ομάδα υψηλού επιπέδου για την παγκόσμια κρίση επισιτιστικής ασφάλειας |
environ. | humanitarian crisis | ανθρωπιστική κρίση |
med. | identity crisis | κρίση ταυτότητας |
med. | infarctive crisis | κρίση έμφραξης |
gen. | Infrastructure Crisis Facility | μηχανισμός ενίσχυσης των υποδομών σε περιόδους κρίσης |
fin. | instrument for financial support for police cooperation, preventing and combating crime, and crisis management | μέσον για την οικονομική στήριξη για την αστυνομική συνεργασία, την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και τη διαχείριση των κρίσεων |
construct. | integrated and coordinated EU crisis-management arrangements for crises with cross-border effects within the EU | ολοκληρωμένες και συντονισμένες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων της ΕΕ, για κρίσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις εντός της ΕΕ |
gen. | International Crisis Group | Διεθνής Ομάδα Κρίσεων |
fin. | international monetary crisis | διεθνής οικονομική κρίση |
fin. | international monetary crisis | διεθνής νομισματική κρίση |
med. | intestinal crisis | παροξυσμός άλγους στο κατώτερο μέρος της κοιλίας επί νωτιάδος φθίσεως |
pharma., chem. | lead crisis | μολυβδιασική κρίση |
econ., fin. | liquidity crisis | κρίση ρευστότητας |
met. | manifest crisis | κατάσταση έκδηλης κρίσης |
proced.law. | marital crisis | συζυγική κρίση |
gen. | measures to prevent crises and conflicts in Africa | σκέλος για την "πρόληψη των κρίσεων και των συγκρούσεων στην Αφρική" |
gen. | military crisis management | στρατιωτική διαχείριση κρίσεων |
econ. | monetary crisis | νομισματική κρίση |
med. | national crisis unit | εθνική ομάδα αντιμετώπισης κρίσεων |
med. | nitritoid crisis | νιτριτοειδής κρίσις |
environ. | non-military crisis management | διαχείριση κρίσεων με μη στρατιωτικά μέσα |
gen. | non-military crisis management | μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων |
social.sc., health., food.ind. | nutritional crisis | διατροφική κρίση |
med. | oculogyral crisis | οφθαλμοκινητική κρίσις |
med. | oculogyral crisis | ανωβλεψία |
med. | oculogyric crisis | οφθαλμοκινητική κρίσις |
med. | oculogyric crisis | ανωβλεψία |
med. | oculogyric crisis with obsessive thoughts | οφθαλμοκινητική κρίση με έμμονες ιδέες |
med. | oesophageal crisis | οισοφαγική κρίσις |
med. | Pal crisis | αγγειακή κρίση του Pal |
med. | Pel's crisis | σύνδρομο του Pel |
med. | Pel's crisis | κρίσις του Pel |
econ. | political crisis | πολιτική κρίση |
gen. | post-crisis country | χώρα μετά από κρίση |
environ. | post-crisis management | διαχείριση μετά την κρίση |
gen. | post-crisis situation | υπό συνθήκες µετά από κρίση |
fin. | real-time crisis management system | σύστημα διαχείρισης της κρίσης σε κλίμακα πραγματικού χρόνου |
med. | rectovesical crisis | ορθοκυστική κρίση |
gen. | risk assessment of potential crises | εκτίμηση του κινδύνου ενδεχόμενων κρίσεων |
law | roster of Crisis Response experts | κατάλογος εμπειρογνωμόνων στην αντιμετώπιση των κρίσεων |
gen. | routine non-crisis phase | περίοδος μη κρίσεων |
stat. | sales crisis | πώληση με ζημία |
stat. | sales crisis | κρίση πωλήσεων |
environ. | situation of ecological crisis | κατάσταση της οικολογικής κρίσης |
fin. | sovereign crisis | κρίση του δημόσιου χρέους |
fin. | sovereign debt crisis | κρίση του δημόσιου χρέους |
econ., agric. | structural crisis | δομική κρίση |
econ., agric. | structural crisis | διαρθρωτική κρίση |
market. | structural crisis cartel | σύμπραξη για την αντιμετώπιση διαρθρωτικής κρίσης |
market. | sudden crises in the balance of payments | αιφνίδια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών |
law | sudden crisis in the balance of payments | αιφνίδια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών |
fin. | systemic crisis | συστημική κρίση |
med. | tabetic crisis | παροξυσμός άλγους στο κατώτερο μέρος της κοιλίας επί νωτιάδος φθίσεως |
med. | tabetic ocular crises | σύνδρομο του Pel |
gen. | Task Force Situation Centre/Crisis Cell/Conflict Prevention | Ειδική ομάδα "Επιτελείου/Μονάδας αντιμετώπισης κρίσεων" |
polit. | tasks of combat forces in crisis management | αποστολές μαχίμων δυνάμεων που αναλαμβάνονται για τη διαχείριση των κρίσεων |
gen. | tasks of combat forces in crisis management | αποστολή επέμβασης μαχίμων δυνάμεων στη διαχείριση των κρίσεων |
fin., econ. | Temporary Community framework for State aid measures to support access to finance in the current financial and economic crisis | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης |
fin., econ. | Temporary Crisis Framework | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης |
econ. | the Community is confronted with a period of manifested crisis | η Kοινότης ευρίσκεται ενώπιον περιόδου έκδηλης κρίσεως |
med. | vesical crisis | κυστική κρίση |
econ., fin. | wider banking crisis | γενικότερη κρίση του τραπεζικού τομέα |