Subject | English | Greek |
gen. | a simplified procedure for seeking recognition | απλοποιημένη διαδικασία κηρύξεως της αναγνωρίσεως |
market. | actively seeking customers | αναζητώ ενεργητικά πελάτες |
mech.eng. | altitude seek and hold control | έλεγχος απόκτησης και διατήρησης ύψους |
med. | breast-seeking | ενστικτώδης κίνηση νεογνού για την ανεύρεση της θηλής του μαστού |
med., life.sc. | breast-seeking reflex | αντανακλαστικό αναζήτησης θηλής μαστού |
law | citizen seeking justice | πολίτης που επιζητεί έννομη προστασία |
commun. | closed-loop null-seeking system | σύστημα κλειστού βρόχου ανίχνευσης μηδενισμού |
law | document in writing adduced by the party seeking to rely on it | γραπτό κείμενο που προέρχεται από το διάδικο που το επικαλείται |
gen. | heat-seeking missile | αυτοκατευθυνόμενος πύραυλος δι΄υπευθύνων |
gen. | heat-seeking missile | πύραυλος αυτοκατευθυνόμενος δι'υπερύθρων |
gen. | if swallowed,seek medical advice immediately and show this container or label | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα |
gen. | if swallowed, seek medical advice immediately and show this container or label | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα |
gen. | if you feel unwell,seek medical advice show the label where possible | εάν αισθανθείτε αδιαθεσία ζητήστε ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό |
gen. | if you feel unwell, seek medical advice show the label where possible | εάν αισθανθείτε αδιαθεσία ζητήστε ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό ειναι δυνατό |
gen. | in case of accident or if you feel unwell, seek medical advice immediately show the label where possible | Σ45 |
gen. | in case of contact with eyes, rinse immediately with plenty of water and seek medical advice | σε περίπτωση επαφής με τα μάτια πλύνετε αμέσως με άφθονο νερό και ζητήστε ιατρική συμβουλή |
work.fl., IT | information-seeking behaviour | συμπεριφορά κατά την αναζήτηση πληροφοριών |
lab.law. | involuntary unemployed person seeking employment | ακουσίως άνεργος σε αναζήτηση εργασίας |
lab.law. | job-seeking service | υπηρεσία αναζήτησης απασχόλησης |
lab.law. | leave of absence to seek new employment | ώρες απουσίας για την αναζήτηση νέας θέσης εργασίας |
gen. | non-profit-seeking body which constitutes an entity integrated in a Community institution or body | μη κερδοσκοπικός φορέας ο οποίος συνιστά οντότητα ενσωματωμένη σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό |
el. | null seeking system | σύστημα αναζήτησης του μηδενός |
social.sc., empl. | person seeking work | αιτητής εργασίας |
social.sc., sec.sys., lab.law. | person seeking work | αιτών εργασία |
ed., UN | Protocol Instituting a Conciliation and Good Offices Commission to be Responsible for Seeking the Settlement of Any Disputes which May Arise between States Parties to the Convention against Discrimination in Education | Πρωτόκολλο "ιδρύον Επιτροπήν Συνδιαλλαγής και Καλών Υπηρεσιών, υπεύθυνον διά την επιδίωξιν διευθετήσεως οιωνδήποτε διαφορών δυναμένων να εμφανισθούν μεταξύ των κρατών μελών της Συμβάσεως κατά των διακρίσεων εις την εκπαίδευσιν" |
insur., lab.law. | registered as a person seeking employment | εγγεγραμένος στα μητρώα ανέργων |
econ. | rent-seeking | επιδίωξη προσόδων |
law | to seek a winding up | κήρυξη πτώχευσης |
law | to seek pardon | υποβάλλω αίτηση χάριτος |
law | to seek pardon | αιτούμαι χάρη |
gen. | to seek temporary entry | ζητώ να εισέλθω προσωρινά |
law, crim.law., UN | to seek trial | ζητώ τη διεξαγωγή δίκης |
insur. | seeking exemption from compulsory membership | αίτηση εξαιρέσεως από την υποχρεωτική ασφάλιση |
med. | seeking for pleasure | αναζητώντας την ευχαρίστηση |
stat., social.sc., lab.law. | seeking work | σε αναζήτηση εργασίας |
stat., lab.law., environ. | seeking work | ζητούν εργασία |
stat., social.sc., lab.law. | seeking work | ζήτηση εργασίας |
life.sc., el. | sun-seeking system | αυτóματο σÙστημα ανíχνευσης του ηλíου |
law, immigr. | visa to seek employment | θεώρηση για αναζήτηση εργασίας |