DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing κύλινδρος | all forms
GreekEnglish
κεντρικός κύλινδροςbrake master cylinder
κεντρικός κύλινδροςmain brake cylinder
κεντρικός κύλινδροςmaster cylinder
κινητήριος κύλινδροςdriving drum
κρουστικός κύλινδροςimpact cylinder
κύλινδρος αεροσυμπιεστήair compressor cylinder
κύλινδρος αντίστασηςtensioning drum
κύλινδρος αποσβεστήρα κρούσεωνstrut cylinder
κύλινδρος ασφάλισηςsafety lock
κύλινδρος ασφάλισηςsafety catch
κύλινδρος ασφάλισης εντατήραsafety lock
κύλινδρος ασφάλισης εντατήραsafety catch
κύλινδρος ελέγχουcontrol cylinder
κύλινδρος εξισορρόπησης του βάρους των αξόνωνcompensating axle-load cylinder
κύλινδρος πέδησηςbrake actuator
κύλινδρος πλευράςrib cylinder
κύλινδρος ρυθμιζόμενος εκ των έξωservo-control cylinder
κύλινδρος-ρυθμιστήςlevelling rotor
κύλινδρος στήριξης ερπύστριαςtrack roller
κύλινδρος στήριξης ερπύστριαςbottom roller
κύλινδρος του ομοιώματος πλευράςrib cylinder
κύλινδρος φρένουbrake cylinder
κύλινδρος φρένων με ένα ή δύο θαλάμουςsingle chamber brake-cylinder:two chamber brake-cylinder
κύριος κύλινδρος φρένουmain brake cylinder
κύριος κύλινδρος φρένουmaster cylinder
κύριος κύλινδρος φρένουbrake master cylinder
οδοντωτός κύλινδρος διανομήςlevelling rotor
σύστημα υποβοήθησης της πέδησης,κεντρικός κύλινδροςbrake servo unit, master cylinder
χαλύβδινος κύλινδροςsteel cylinder