DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing μίγμα | all forms
GreekEnglish
άτηκτο μίγμαbatch stone
ακατέργαστο μίγμαraw compound
ελαστικό μίγμα πέλματοςtread rubber
Mεταβατικό μίγμαblending batch
μίγμα βάσεωςbase compound
μίγμα ελαστικούrubber compound
μίγμα ελαστικούcompound
μίγμα ελαστικού και ινώνrag stock
μίγμα καθαρού ελαστικούpure gum stock
μίγμα καθαρού ελαστικούgum stock
μίγμα κακής ποιότηταςlow grade stock
μίγμα κόλλαςglue mix
μίγμα παραγωγήςproduction mix
μίγμα που μπορεί να υποστεί βουλκανισμόvulcanizable mixture
μητρικό μίγμαmasterbatch
μητρικό μίγμαbase compound
μητρικό μίγμα αιθάληςcarbon-black-masterbatch
Aναμίκτης για μίγμα με υγρασίαwet batch mixer
παρασκευάζω μίγμαcompound
προπαρασκευασμένο μίγμα κόλλαςmixed glue
τήξη μέχρι απαλλαγής από το μίγμαmelting up to batch-free time
τετηγμένο αλλά μη διαυγασμένο μίγμαbatch-free