Terms containing παρενόχληση | all forms
Subject | Greek | English |
lab.law. | έλλειψη άνεσης και παρενόχληση κατά την εργασία | discomfort and interference with work |
commun. | ατμοσφαιρική στατική παρενόχληση | precipitation static interference |
IT | διαδικτυακή αποπλάνηση ανηλίκου/διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση | online grooming |
IT | διαδικτυακή αποπλάνηση ανηλίκου/διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση | online sex abuse |
IT | διαδικτυακή αποπλάνηση ανηλίκου/διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση | web grooming |
IT | διαδικτυακή αποπλάνηση ανηλίκου/διαδικτυακή σεξουαλική παρενόχληση | Internet grooming |
lab.law. | ελάχιστη παρενόχληση του χρήστη | minimum use impediment |
el. | ετερόδυνη παρενόχληση | whistler |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | psychological harassment at work |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | workplace bullying |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | mobbing |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | psychological harassment |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | harassment at work |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | workplace harassment |
social.sc., unions. | ηθική παρενόχληση | bullying at work |
h.rghts.act., social.sc. | ομοφοβική και τρανσφοβική βία και παρενόχληση | homophobic and transphobic violence and harassment |
commun. | παρενόχληση εκκίνησης | starting interference |
commun. | παρενόχληση στην οθόνη ραντάρ | hash line |
health., lab.law. | παρενόχληση στο χώρο εργασίας | harassment at work |
health., lab.law. | παρενόχληση στο χώρο εργασίας | harassment at the workplace |
h.rghts.act., unions. | σεξουαλική παρενόχληση | unwanted conduct of a sexual nature |
h.rghts.act., unions. | σεξουαλική παρενόχληση | unwanted sexual attention |
econ. | σεξουαλική παρενόχληση | sexual harassment |
commun. | στατική παρενόχληση χιονιού | snow static |
life.sc. | τροπική παρενόχληση | tropical disturbance |
econ. | ψυχολογική παρενόχληση | psychological harassment |
environ. | όχληση/ενόχληση/παρενόχληση | nuisance |