Subject | French | Greek |
med. | abcès par corps étranger | απόστημα από ξένο σώμα |
account. | achats directs à l'étranger | αγορές απΆευθείας από το εξωτερικό |
med. | acné par corps étrangers | ακμή από ξένο σώμα |
econ., fin. | acquisition de banques étrangères | εξαγορά αλλοδαπών τραπεζών |
law | action commune dans les domaines relevant de la politique étrangère et de sécurité | κοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
law, immigr. | activité professionnelle des étrangers | εργασία αλλοδαπών |
law, immigr. | activité professionnelle des étrangers | επαγγελματική δραστηριότητα αλλοδαπών |
fin. | admission de titres étrangers | εισαγωγή ξένων τίτλων |
econ. | admission des étrangers | είσοδος αλλοδαπών |
ed. | admission des étudiants étrangers | εισδοχή ξένων σπουδαστών |
med., life.sc., industr. | ADN étranger | ξένο DΝΑ |
med., life.sc., industr. | ADN étranger | δότης DΝΑ |
comp., MS | adresse étrangère | εξωτερική διεύθυνση |
insur. | affaires étrangères souscrites au siège | ασφάλιση εργασιών στην τοπική αγορά που αφορά στους κινδύνους στο εξωτερικό |
social.sc. | Agence pour l'Organisation de l'Accueil des Personnalités Etrangères | Γραφείο για την Οργάνωση της Υποδοχής των Αλλοδαπών Προσωπικοτήτων |
transp. | agence à l'étranger | πρακτορείο εξωτερικού |
transp. | agence à l'étranger | αντιπροσώπευση στο εξωτερικό |
econ. | agence à l'étranger | υποκατάστημα εξωτερικού |
econ. | aide à l'étranger | εξωτερική βοήθεια |
med. | antigène étranger | ξένο αντιγόνο |
ed. | apprentissage précoce d'une langue étrangère | από νεαρής ηλικίας εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας |
law, immigr. | artiste étranger | αλλοδαπός καλλιτέχνης |
med. | aspiration de corps étranger | αναρρόφησις του ξένου σώματος |
transp. | aspiration par le moteur de corps étrangers | αναρρόφηση ξένων σωμάτων από τον κινητήρα |
ed. | assistant de langue étrangère | λέκτορας ξένης γλώσσας |
tax. | assujetti étranger | αλλοδαπός υποκείμενος στο φόρο |
insur. | assurance au voyage à l'étranger | θαλάσσια ασφάλιση για ταξίδια μεταξύ λιμανιών |
el. | atome étranger | ξένο άτομο |
scient. | attracteur étrange | παράξενος χώρος έλξης-χαοτικός χώρος έλξης |
immigr. | autorisation délivrée aux étrangers tolérés | αποδεικτικό ανοχής |
econ. | autres dépôts en monnaie étrangère | λοιπές καταθέσεις σε ξένο νόμισμα |
account. | autres institutions financières monétaires sous contrôle étranger | λοιποί νομισματικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ελεγχόμενοι από την αλλοδαπή |
account. | autres intermédiaires financiers sous contrôle étranger, à l'exclusion des sociétés d'assurance et des fonds de pension | λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εκτός από ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, ελεγχόμενοι από την αλλοδαπή |
account. | auxiliaires financiers sous contrôle étranger | επικουρικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και φορείς που ελεγχόμενοι αττό την αλλοδαπή |
econ. | avoir sur l'étranger | περιουσιακό στοιχείο της αλλοδαπής |
econ. | avoirs du pays déclarant vis-à-vis de l'étranger | απαιτήσεις της χώρας-μέλους του ΔΝΤ απέναντι στην αλλοδαπή |
econ., fin. | avoirs extérieurs en monnaies étrangères | εξωτερικές απαιτήσεις σε συνάλλαγμα |
transp., avia. | aéronef étranger | αλλοδαπό αεροσκάφος |
econ. | billets de banque nationaux circulant à l'étranger | εθνικά τραπεζογραμμάτια που κυκλοφορούν στο εξωτερικό |
gen. | billets et pièces en monnaies étrangères | ξένα χαρτονομίσματα και κέρματα |
social.sc. | bureau d'assurances sociales de Stockholm, section "Etranger" | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπών |
social.sc. | bureau d'assurances sociales, section "étrangers" | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπών |
social.sc. | bureau national des assurances sociales à l'étranger | Εθνική Υπηρεσία Ασφάλισης για Κοινωνική Ασφάλιση στο Εξωτερικό |
account. | bénéfices réinvestis d'investissements directs étrangers | επανεπενδυόμενα έσοδα άμεσων επενδύσεων εξωτερικού |
social.sc. | Caisse interprofessionnelle d'assurance vieillesse des industriels et commerçants d'outre-mer et Français de l'étranger | Διεπαγγελματικό Ταμείο Ασφαλίσεως Γήρατος των Βιομηχάνων και Εμπόρων Αλγερίας και Υπερποντίων |
industr., construct., met. | calcin étranger | ξένο υαλόθραυσμα |
med. | calcul par corps étranger | λίθος των ουροφόρων οδών από ξένα σώματα |
fin. | capital sous contrôle étranger | ιδιοκτησίας εξωτερικού |
fin. | capital à contrôle étranger | ιδιοκτησίας εξωτερικού |
fin. | capital étranger | ιδιοκτησίας εξωτερικού |
fin. | capitaux étrangers | κεφάλαια εξωτερικού |
econ. | capitaux étrangers | ξένα κεφάλαια |
chem., el. | cendres étrangères | επείσακτη τέφρα |
chem., el. | cendres étrangères | ανόργανη τέφρα |
law, immigr. | centre de rétention des étrangers en instance d'éloignement | κέντρο περιορισμού |
gen. | change étranger de la marine marchande | ναυτιλιακό συνάλλαγμα |
law, immigr. | chercheur étranger | αλλοδαπός ερευνητής |
gen. | choix fondamentaux de la politique étrangère et de sécurité commune | βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας |
law | circulation des étrangers | κυκλοφορία των αλλοδαπών |
econ. | civils nationaux résidant à l'étranger pour une période supérieure à un an | ημεδαποί ιδιώτες που διαμένουν στο εξωτερικό για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους |
IT | clé étrangère | ξένο κλειδί |
comp., MS | clé étrangère | εξωτερικό κλειδί |
gen. | combattant étranger | ξένος μαχητής |
gen. | combattant étranger | αλλοδαπός μαχητής |
gen. | combattant étranger de retour dans son pays d'origine | επιστρέφων αλλοδαπός μαχητής |
immigr. | Comité de vérification "Circulation des étrangers" | ομάδα ερευνών για την κυκλοφορία των αλλοδαπών |
polit. | Commerce, Élargissement, Soutien du Conseil des affaires étrangères | συναλλαγές, διεύρυνση και υποστήριξη στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων |
polit. | Commission des affaires étrangères | Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων |
gen. | Commission des affaires étrangères,de la sécurité et de la politique de défense | Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων,Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής |
health., ed. | Commission d'homologation pour les diplômes étrangers de médecine | επιτροπή επικύρωσης των ξένων πτυχίων ιατρικής |
transp. | compagnie aérienne étrangère | ξένος αερομεταφορέας |
insur. | compagnie étrangère | ξένη εταιρία |
insur. | compagnie étrangère | ασφαλιστική εταιρία εκτός Η.Π.Α |
med. | comportement étranger à sa personnalité | συμπεριφορά ξένη προς την προσωπικότητά του |
med. | comportement étranger à sa personnalité | άτυπος ενέργεια |
fin. | compte en monnaie étrangère | λογαριασμός σε ξένο συνάλλαγμα |
gen. | compétence pour les étrangers | δικαιοδοσία επί αλλοδαπών |
immigr. | conditions de circulation des étrangers | όροι κυκλοφορίας των αλλοδαπών |
polit. | Conseil des affaires étrangères | Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων |
polit. | Conseil des affaires étrangères | Συμβούλιο Εξωτερικών |
gen. | Conseil gouvernemental de politique étrangère et de défense nationale | Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής ΄Αμυνας |
gen. | Conseil gouvernemental de politique étrangère et de défense nationale | Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Εθνικής ΄Αμυνας |
busin., labor.org. | contrôle étranger | έλεγχος από την αλλοδαπή |
gen. | Convention concernant la reconnaissance de la personnalité juridique des sociétés, associations et fondations étrangères | Σύμβαση για την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των αλλοδαπών εταιρειών, σωματείων και ιδρυμάτων |
proced.law., law | convention de La Haye du 18 mars 1970 sur l'obtention des preuves à l'étranger en matière civile ou commerciale | σύμβαση της Χάγης της 18ης Μαρτίου 1970 σχετικά με τη συγκέντρωση αποδείξεων σε αλλοδαπό κράτος σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
law | convention de New-York du 20 juin 1956 sur le recouvrement des aliments à l'étranger | σύμβαση της Νέας Υόρκης της 20ής Ιουνίου 1956 για την είσπραξη διατροφής σε αλλοδαπό κράτος |
law, fin., UN | convention des Nations unies pour la reconnaissance et l'exécution des sentences arbitrales étrangères | σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convention des Nations unies sur la reconnaissance et l'exécution des sentences arbitrales étrangères | Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convention des Nations unies sur la reconnaissance et l'exécution des sentences arbitrales étrangères | σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convention des Nations unies sur la reconnaissance et l'exécution des sentences arbitrales étrangères | Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convention des Nations unies sur la reconnaissance et l'exécution des sentences arbitrales étrangères | Σύμβαση της Νέας Υόρκης |
gen. | Convention entre les Etats membres des Communautés européennes sur l'exécution des condamnations pénales étrangères | Σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων |
gen. | Convention européenne dans le domaine de l'information sur le droit étranger | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί πληροφορήσεως επί του αλλοδαπού Δικαίου" |
law | Convention européenne sur la notification à l'étranger des documents en matière administrative | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινοποίηση στο εξωτερικό εγγράφων διοικητικών θεμάτων |
busin., labor.org. | Convention européenne sur l'exercice à l'étranger de certains pouvoirs par le syndic en matière de faillite et sur l'information des créanciers étrangers | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές |
law | Convention européenne sur l'obtention à l'étranger d'informations et de preuves en matière administrative | Σύμβαση για τη συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή για διοικητικές υποθέσεις |
law | Convention pour la reconnaissance et l'exécution des sentences arbitrales étrangères | Σύμβαση "περί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων" |
law | Convention pour l'exécution des sentences arbitrales étrangères | Σύμβαση "περί εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων" |
proced.law. | Convention relative à la signification et à la notification à l'étranger des actes judiciaires et extrajudiciaires en matière civile ou commerciale | Σύμβαση σχετική με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
law | Convention relative à la signification et à la notification à l'étranger des actes judiciaires et extrajudiciaires en matière civile ou commerciale | σύμβαση σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Convention supprimant l'exigence de la légalisation des actes publics étrangers | Σύμβαση που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων |
econ. | Convention sur la compétence et les jugements étrangers en matière civile et commerciale | Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και τις αλλοδαπές αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών διαφορών |
law, busin., labor.org. | Convention sur la reconnaissance et l'exécution des jugements étrangers en matière civile et commerciale | Σύμβαση για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Convention sur le recouvrement des aliments à l'étranger | Σύμβαση "περί διεκδικήσεως διατροφής εν τη αλλοδαπή" |
gen. | Convention sur le régime fiscal des véhicules automobiles étrangers | Σύμβαση "περί του φορολογικού καθεστώτος των ξένων αυτοκινήτων" |
proced.law. | Convention sur l'obtention des preuves à l'étranger en matière civile ou commerciale | Σύμβαση για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Convention tendant à faciliter la célébration des mariages à l'étranger | Σύμβαση για τη διευκόλυνση της τέλεσης γάμων στο εξωτερικό |
fin. | conversion de devises étrangères | αναγωγή αλλοδαπών νομισμάτων |
market. | conversion des comptes libellés en devises étrangères | αναγωγή των λογαριασμών που εκφράζονται σε ξένα νομίσματα |
market. | conversion des comptes libellés en devises étrangères | αναγωγή του ετήσιου κλεισίματος σε ξένα νομίσματα |
med. | corps étranger | ξένο σώμα |
med. | corps étranger intrabronchique | ξένο σώμα στους βρόγχους |
med. | corps étranger intra-oculaire | ενδοφθάλμιο ξένο σώμα |
med. | corps étrangers intravésicaux | ξένο σώμα ουροδόχου κύστης |
gen. | corruption d'agents publics étrangers | δωροδοκία αλλοδαπών |
fin. | créance sur l'étranger | απαιτήσεις από το εξωτερικό |
fin. | créance sur l'étranger | περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό |
tax. | crédit d'impôt accordée pour impôts payés à l'étranger | έκπτωση φόρου για φόρους που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό |
IT, el. | cuivre étranger | εξωτερικός χαλκός |
econ., fin., patents. | demande étrangère | ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών εξωτερικού |
econ., market. | demande étrangère | ζήτηση προïόντων και υπηρεσιών εξωτερικού |
gen. | demande étrangère | εξωτερική ζήτηση |
ed. | deuxième langue étrangère2 L | δεύτερη ξένη γλώσσα |
immigr. | direction des étrangers | Διεύθυνση αλλοδαπών |
immigr. | Direction des étrangers | Διεύθυνση Αλλοδαπών |
polit. | Direction générale C - Affaires étrangères, élargissement et protection civile | Γενική Διεύθυνση Γ - Εξωτερικές υποθέσεις, διεύρυνση και πολιτική προστασία |
obs., polit. | Direction générale C - Affaires étrangères, élargissement et protection civile | Γενική Διεύθυνση Κ - Συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων, Διεύρυνση, Ανθρωπιστική βοήθεια και Πολιτική προστασία |
law, fin. | dividende de source étrangère | μέρισμα που προέρχεται από ξένη πηγή |
fin. | dividende étranger | μέρισμα από το εξωτερικό |
ed., school.sl. | doctorat en langues et littératures étrangères | πτυχίο Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνίας |
law, fin. | domicile fiscal à l'étranger | φορολογική κατοικία στο εξωτερικό |
transp., avia., mech.eng. | dommage par corps étranger | ζημία από ξένα αντικείμενα |
fin. | dotation des agences étrangères | κεφάλαια ξένων υποκαταστημάτων |
law, immigr. | droit de vote des étrangers | δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών |
law, immigr. | droit de vote des étrangers | δικαίωμα του εκλέγειν των αλλοδαπών |
law | droit des étrangers | δίκαιο των αλλοδαπών |
law, immigr. | Droit des étrangers | δίκαιο καταστάσεως αλλοδαπών |
law, immigr. | Droit des étrangers | νομοθεσία περί αλλοδαπών |
econ. | droit des étrangers | δικαιώματα των αλλοδαπών |
gen. | droit des étrangers | νομοθεσία περί αλλοδαπών |
law, immigr. | droit d'éligibilité des étrangers | δικαίωμα του εκλέγεσθαι των αλλοδαπών |
law, social.sc. | déclaration obligatoire d'arrivée pour les étrangers | υποχρεωτική δήλωση αφίξεων για τους αλλοδαπούς |
law | Déclaration n° 28 relative aux votes dans le domaine de la politique étrangère et de sécurité commune | Δήλωση αριθ. 28 για την ψηφοφορία στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας |
gen. | déclaration remise à l'étranger toléré | δήλωση επιδιδόμενη σε αλλοδαπό που γίνεται δεκτός |
law, fin. | déductibilité des contributions versées aux caisses de retraite étrangères | έκπτωση των εισφορών που καταβάλλονται σε αλλοδαπά ταμεία συντάξεων |
law, fin. | déduction de l'impôt payé à l'étranger | έκπτωση των φόρων που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό |
law, fin. | déduction des pertes étrangères | έκπτωση των ζημιών του εξωτερικού |
law, insur. | défense des intérêts des travailleurs occupés à l'étranger | προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων που απασχολούνται στο εξωτερικό |
gen. | département fédéral des affaires étrangères | Ομοσπονδιακό Υπουργείο εξωτερικών |
invest. | Dépositaire de titres étrangers | θεματοφυλακή χρεογράφων ξένων αγορών |
gen. | dépôt en monnaies étrangères | καταθέσεις σε συνάλλαγμα/και ξένα νομίσματα |
commun. | dépôt à l'étranger d'envois de la poste aux lettres | ταχυδρόμηση στο εξωτερικό αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου |
agric. | eau étrangère | νερό εξωγενούς προελεύσεως |
med. | eau étrangère absorbée | απορροφηθέν ύδωρ εξωτερικής προελεύσεως |
med. | embolie de corps étranger | εμβολή του ξένου σώματος |
fin. | emprunt à l'étranger | εξωτερικός δανεισμός |
fin. | emprunt étranger | εξωτερικό ομολογιακό δάνειο |
fin. | encouragement aux investissements étrangers | κίνητρο για ξένες επενδύσεις |
fin. | engagement envers l'étranger | υποχρεώσεις προς το εξωτερικό |
econ., fin. | engagements extérieurs en monnaies étrangères | εξωτερικές υποχρεώσεις σε συνάλλαγμα |
fin. | engagements qui constituent des avoirs de réserve pour les autorités étrangères | υποχρεώσεις που αποτελούν αποθεματικά ξένων νομισματικών αρχών |
immigr. | enregistrement des étrangers | μητρώο αλλοδαπών |
ed. | enseignant de langues étrangères | καθηγητής ξένων γλωσσών |
ed. | enseignement de langues étrangères | διδασκαλία των ξένων γλωσσών |
ed. | enseignement précoce des langues étrangères | διδασκαλία των ξένων γλωσσών σε άτομα πολύ μικρής ηλικίας; διδασκαλία των ξένων γλωσσών σε πρώιμη παιδική ηλικία |
fin. | entreprise sous contrôle étranger | επιχείριση υπό αλλοδαπή ιδιοκτησία |
econ. | entreprise étrangère | αλλοδαπή επιχείρηση |
econ., fin., account. | entreprises d'investissements directs étrangers | επιχειρήσεις άμεσων επενδύσεων εξωτερικού |
commun. | envoi confectionné dans un pays étranger | αλληλογραφία που έχει ετοιμαστεί σε ξένη χώρα |
transp., avia. | Evaluation de la sécurité des aéronefs étrangers | εκτίμηση της ασφάλειας των ξένων αεροσκαφών |
law, fin. | exonérer le bénéfice de l'établissement stable étranger | απαλλάσσω από τη φορολογία το κέρδος της μόνιμης εγκατάστασης στο εξωτερικό |
transp., avia. | exploitant étranger | αλλοδαπός αερομεταφορέας |
fin., econ. | exposition à l'étranger | άνοιγμα στο εξωτερικό |
law, h.rghts.act., immigr. | expulsion d'étrangers | απέλαση αλλοδαπού |
med. | extraction non sanglante d'un corps étranger | αναίμακτη αφαίρεση ξένου σώματος |
immigr. | extrait du registre des étrangers | απόσπασμα μητρώου αλλοδαπών |
law | faire enregistrer un jugement étranger auprès du tribunal compétent | καταχώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως σε σχετικά βιβλία του αρμοδίου δικαστηρίου |
law, immigr. | fichier des ressortissants étrangers | μητρώο υπηκόων τρίτων χωρών |
industr., construct. | fil étranger | στημόνι αναμιγμένων παρτίδων |
law, econ. | filiale à l'étranger | θυγατρική στο εξωτερικό |
busin., labor.org. | filiale étrangère | αλλοδαπή συνδεόμενη επιχείρηση |
industr., construct. | fils étrangers | νήματα φανταιζί |
fin., account. | fonds étrangers | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια |
econ. | force à l'étranger | δυνάμεις στην αλλοδαπή |
law | formalités d'enregistrement des étrangers | διατυπώσεις εγγραφής στα μητρώα αλλοδαπών |
gen. | formalités d'enregistrement des étrangers | διατυπώσεις εγγραφής των αλλοδαπών |
econ., market. | fourniture étrangère | προμήθεια από την αλλοδαπή |
econ., market. | fourniture étrangère | ξένη προμήθεια |
agric. | gaz étranger | ξένο αέριο |
med. | granulome par corps étranger | κοκκίωμα από ξένο σώμα |
gen. | Groupe des représentants personnels des ministres des affaires étrangères | Oμάδα των προσωπικών εκπροσώπων των Yπουργών Eξωτερικών |
polit. | Haut Représentant pour la politique étrangère et de sécurité commune | Υπατος Εκπρόσωπος για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
immigr. | identité de l'étranger éloigné | ταυτότητα του απομακρυνόμενου αλλοδαπού |
med. | iléus par corps étranger | ειλεός από ξένο σώμα |
transp., mil., grnd.forc. | immatriculation à l'étranger | flagging-out' καταχώρηση σε μητρώο του εξωτερικού |
transp., nautic. | immatriculation à l'étranger | εγκατάλειψη των κοινοτικών νηολογίων |
fin. | implantation réalisée à l'étranger | θυγατρική επιχείρηση στο εξωτερικό |
fin. | imposition à l'étranger | φορολόγηση εισοδημάτων εξωτερικού |
fin. | imposition à l'étranger | επιβολή φόρου σε εισοδήματα εξωτερικού |
tax. | imputation de l'impôt étranger sur leur propre impôt | συμψηφισμός του φόρου που καταβλήθηκε στο εξωτερικό με το δικό τους φόρο |
fin. | impôt payé à l'étranger | φόρος καταβληθείς στο εξωτερικό |
fin. | impôt payé à l'étranger | φόρος εξωτερικού |
fin. | impôt spécial sur les marchandises en provenance de l'étranger et de Grèce,importées dans le Dodécanèse | ειδικός φόρος στα εισαγόμενα στη Δωδεκάνησο εμπορεύματα από το εξωτερικό και εσωτερικό |
fin. | impôt à l'étranger | φόρος εξωτερικού |
fin. | impôt à l'étranger | φόρος καταβληθείς στο εξωτερικό |
fin. | impôt étranger | φόρος επιβαλλόμενος σε άλλο κράτος |
met. | inclusion d'origine étrangère | εξωγενές έγκλεισμα |
med. | inflammation autour d'un corps étranger | φλεγμονή γύρω από ένα ξένο σώμα |
ed. | inspecteurs ministériels de langues étrangères | υπουργικοί επιθεωρητές ξένων γλωσσών |
gen. | interdiction d'extrader un étranger poursuivi en raison de son activité pour la liberté | απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του |
commun. | internet mobile à l'étranger | περιαγωγή δεδομένων |
environ. | introduction d'espèces animales étrangères | νόθευση της πανίδας |
environ. | introduction d'espèces végétales étrangères | νόθευση της χλωρίδας |
law, immigr. | introduction illégale d'étrangers | παράνομη είσοδος αλλοδαπών |
law, immigr. | introduction illégale de ressortissants étrangers | παράνομη είσοδος αλλοδαπών |
law, immigr. | intégration des étrangers | ένταξη των αλλοδαπών |
fin., tax. | intérêts versés à l'étranger | τόκος που καταβάλλεται στο εξωτερικό |
fin., invest. | investissement direct étranger entrant | εισερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις |
fin., invest. | investissement direct étranger sortant | εξερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις |
econ. | investissement réalisé à l'étranger | εξωστρεφείς επενδύσεις |
fin. | investissement à l'étranger | επενδύσεις στο εξωτερικό |
econ. | investissement à l'étranger | επένδυση στο εξωτερικό |
econ. | investissement étranger | ξένη επένδυση |
invest. | investissement étranger direct | άμεση επένδυση |
invest. | investissement étranger direct | άμεση ξένη επένδυση |
invest. | investissement étranger direct | ξένες άμεσες επενδύσεις |
invest. | investissement étranger direct | άμεσες ξένες επενδύσεις |
fin., invest. | investissement étranger direct entrant | εισερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις |
fin., invest. | investissement étranger direct sortant | εξερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις |
invest. | investissements directs étrangers | ξένες άμεσες επενδύσεις |
econ., fin. | investissements à l'étranger | επενδύσεις στο εξωτερικό |
fin. | investissements étrangers dans le pays | εξωγενής επένδυση |
insur. | juridiction étrangère | ρήτρα ξένης δικαιοδοσίας |
econ. | langue étrangère | ξένη γλώσσα |
ed. | langues étrangères appliquées | Ξένες Γλώσσες |
ed. | langues étrangères appliquées | Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία |
law | le recouvrement des pensions alimentaires à l'étranger | η είσπραξη διατροφής από το εξωτερικό |
ed. | lecteur de langue étrangère | λέκτορας ξένων γλωσσών |
law | les étrangers se trouvant à l'étranger | οι αλλοδαποί που βρίσκονται σε αλλοδαπό κράτος |
busin., labor.org., account. | libellé en monnaies étrangères | εκφρασμένος σε συνάλλαγμα |
immigr. | liste commune des étrangers signalés aux fins de non-admission | κοινός κατάλογος αλλοδαπών που έχουν καταχωρηθεί με σκοπό την απαγόρευση εισόδου |
construct. | livre blanc sur la politique étrangère européenne et la politique de sécurité | Λευκό Βιβλίο για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας |
econ. | loi sur la conformité fiscale des comptes étrangers | νόμος για την επιβολή φορολογίας στους λογαριασμούς της αλλοδαπής |
gen. | loi sur l'examen de l'investissement étranger | Foreign Investement Review Act |
fin. | lorsque le prêteur étranger est un établissement financier | όταν ο αλλοδαπός δανειστής είναι χρηματοδοτικός οργανισμός |
law | Manuel pratique sur le fonctionnement de la Convention de La Haye du 15 novembre 1965 relative à la signification et la notification à l'étranger des actes judiciaires et extrajudiciaires en matière civile ou commerciale | Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
fin. | marché étranger des capitaux | ξένη κεφαλαιαγορά |
proced.law. | mariage de ressortissants nationaux à l'étranger | γάμος ημεδαπών στην αλλοδαπή |
proced.law. | mariage de ressortissants étrangers sur le territoire national | γάμος αλλοδαπών στην ημεδαπή |
fin. | marque de fabrique ou de commerce étrangère | αλλοδαπό βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα |
ed. | maîtrise de base de langues étrangères | κατέχω βασικές γνώσεις ξένων γλωσσών |
law, immigr. | membre de la famille d'un étranger | μέλος οικογένειας αλλοδαπού |
econ. | membres des forces armées d'un pays étranger stationnées dans le pays | μέλη των ενόπλων δυνάμεων μιας ξένης χώρας που είναι εγκατεστημένα στη χώρα |
immigr. | mineur isolé étranger | ασυνόδευτος ανήλικος |
h.rghts.act., immigr. | mineur étranger non accompagné | ασυνόδευτος ανήλικος |
h.rghts.act., immigr. | mineur étranger non accompagné | μη συνοδευόμενος ανήλικος αιτών άσυλο |
gen. | ministre adjoint au ministère des affaires étrangères | Αναπληρωτής Υπουργός, Υπουργείο Εξωτερικών |
gen. | ministre adjoint au ministère des affaires étrangères, chargé de l'aide au développement, et au ministère de la justice | Υφυπουργός Υπουργείου Εξωτερικών με ειδική αρμοδιότητα για την Αναπτυξιακή Βοήθεια και Υφυπουργός Δικαιοσύνης |
gen. | ministre adjoint des affaires étrangères, chargé des affaires européennes | Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις |
gen. | ministre adjoint des affaires étrangères et du Commonwealth | Αναπληρωτές Υπουργοί, Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας |
gen. | ministre des affaires étrangères | Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων |
gen. | Ministre des affaires étrangères | Υπουργός Εξωτερικών |
gen. | ministre des affaires étrangères | Υπουργός Εξωτερικών |
gen. | ministre des affaires étrangères et du Commonwealth | Υπουργός Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας |
gen. | ministre délégué auprès du ministre des affaires étrangères, chargé de la coopération | Υπουργός παρά τω Υπουργώ Εξωτερικών, υπεύθυνος για τη Συνεργασία |
gen. | ministre délégué auprès du ministre des affaires étrangères, chargé des affaires européennes | Υπουργός παρά τω Υπουργώ Εξωτερικών, υπεύθυνος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις |
gen. | ministre fédéral des affaires étrangères et vice-chancelier | Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών και Αντικαγκελλάριος |
gen. | ministre fédéral des affaires étrangères et vice-chancelier | Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών και Ομοσπονδιακός Αντικαγκελλάριος |
gen. | ministère des Affaires étrangères | Υπουργείο Εξωτερκών |
econ., account. | monnaie étrangère | ξένο νόμισμα |
law | motif de refus de reconnaissance de la décision étrangère | λόγος αρνήσεως της αναγνωρίσεως της αλλοδαπής αποφάσεως |
med. | méningite par corps étrangers | μηνιγγίτις από ξένα σώματα |
med. | méthode de débitmétrie utilisant un gaz étranger au corps humain | καθορισμός του κατά λεπτό όγκου του αίματος,χρησιμοποιούμενοι,αέριο ξένο προς το ανθρώπινο σώμα |
gen. | numéraire en monnaie étrangère | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε ξένο νόμισμα |
stat., social.sc. | né à l'étranger | γεννηθείς στο εξωτερικό |
transp., avia. | objets et débris étrangers | ζημιά από εξωτερικό αντικείμενο |
fin. | obligation de droit étranger | ομόλογο ξένου δικαίου |
econ., fin. | obstacle à l'expansion à l'étranger | εμπόδιο για την επέκταση στο εξωτερικό |
fin. | opérateur étranger | αλλοδαπή επιχείρηση |
fin., account. | opération en devise étrangère | συναλλαγές σε ξένο νόμισμα |
fin. | opération libellée en devises étrangères | συναλλαγή σε συνάλλαγμα |
comp., MS | ordinateur étranger | ξένος υπολογιστής |
med. | otite par corps étranger | ωτίτις από ξένα σώματα |
transp. | parcours étranger | τμήμα διαδρομής εκτός συνόρων |
transp. | parcours étranger | διαδρομή σε διεθνές σιδηροδρομικό δίκτυο |
econ., market. | participation de capital étranger | συμμετοχή ξένου κεφαλαίου |
immigr. | passeport d'étranger | διαβατήριο αλλοδαπών |
med. | perforation par corps étranger | διάτρησις από ξένα σώματα |
priv.int.law., econ. | personne étrangère | αλλοδαπός |
econ. | personnel diplomatique étranger en poste dans le pays | μέλη ξένων διπλωματικών αποστολών που είναι εγκατεστημένες στη χώρα |
med. | pince à corps étranger | λαβίς διά ξένα σώματα |
med. | pneumonie par corps étranger | πνευμονία από ξένα σώματα |
environ. | politique étrangère | εξωτερική πολιτική |
law | politique étrangère commune | ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία |
construct. | politique étrangère et de sécurité commune | Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
law | politique étrangère européenne | ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία |
nat.sc., agric. | pollinisation étrangère | ξένη γονιμοποίηση |
med. | ponction de corps étranger | παρακέντησις ξένου σώματος |
market., fin. | position en monnaies étrangères | συναλλαγματική κατάσταση |
fin. | position en monnaies étrangères | συναλλαγματική θέση |
fin. | position extérieure en monnaies étrangères | εξωτερική συναλλαγματική θέση |
commun. | possibilité d'encaissement à l'étranger | δυνατότητα εξαργύρωσης στο εξωτερικό |
ed. | première langue étrangère1 L | πρώτη ξένη γλώσσα |
fin. | prendre une garantie domiciliée à l'étranger | δέχομαι εγγύηση που τηρείται στο εξωτερικό |
law, lab.law. | prime de langues étrangères | επίδομα γλωσσομάθειας |
law | principes et orientations générales de la politique étrangère et de sécurité commune | αρχές και γενικοί προσανατολισμοί της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας |
gen. | principes et orientations générales de la politique étrangère et de sécurité commune | αρχές και γενικούς προσανατολισμούς της κοινής εξοτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας |
law, fin. | prise en compte des pertes étrangères | συνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό |
market., fin. | prise en compte des résultats étrangers | συνυπολογισμός των αποτελεσμάτων στο εξωτερικό |
gen. | procédure d'éloignement du territoire des étrangers | διαδικασία απομάκρυνσης των αλλοδαπών |
law, immigr. | professeur étranger | αλλοδαπός καθηγητής |
law, fin. | protection des capitaux étrangers | προστασία κεφαλαίων εξωτερικού |
law, immigr. | protection sociale des étrangers | κοινωνική προστασία αλλοδαπών |
med. | protide étranger | ξένη πρωτείνη |
gen. | Protocole additionnel à la Convention européenne dans le domaine de l'information sur le droit étranger | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πληροφόρηση για το αλλοδαπό Δίκαιο |
econ., fin. | présence commerciale à l'étranger | εμπορική παρουσία στο εξωτερικό |
gen. | prévoir un régime spécial pour les ressortissants étrangers | προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους |
lab.law. | pénétration de corps étrangers de faible énergie | διείσδυση ξένων σωμάτων χαμηλής ενέργειας |
law, immigr. | rapatriement d'un étranger | επαναπατρισμός |
law | reconnaissance et exécution des jugements étrangers | αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων |
law, immigr. | recours en matière de droit des étrangers | ένδικα μέσα και βοηθήματα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία περί αλλοδαπών |
law, immigr. | recrutement d'un étranger sans autorisation de travail | πρόσληψη αλλοδαπού χωρίς άδεια διαμονής για εργασία |
law | registre des étrangers | μητρώα αλλοδαπών |
gen. | registre des étrangers | μητρώο αλλοδαπών |
gen. | reprendre un étranger | αναλαμβάνω τον αλλοδαπό |
gen. | Représentant personnel du Secrétaire général/Haut Représentant pour l'énergie et la politique étrangère | Προσωπικός εκπρόσωπος του ΓΓ/ΥΕ για την ενέργεια και την εξωτερική πολιτική |
gen. | Représentant personnel du SG/HR pour l'énergie et la politique étrangère | Προσωπικός εκπρόσωπος του ΓΓ/ΥΕ για την ενέργεια και την εξωτερική πολιτική |
transp. | représentation à l'étranger | αντιπροσώπευση στο εξωτερικό |
transp. | représentation à l'étranger | πρακτορείο εξωτερικού |
econ. | ressortissant étranger | αλλοδαπός |
fin. | restriction au contrôle étranger | περιορισμοί στην ξένη ιδιοκτησία |
law | retenir les citoyens étrangers contre leur gré | κράτηση ευρωπαίων πολιτών παρά τη θέλησή τους |
law, immigr. | retraité étranger | συνταξιούχος αλλοδαπός |
med. | râle par corps étranger | φύσημα από ξένο σώμα |
insur. | règlement des sinistres survenus à l'étranger | διακανονισμός ζημιών στο εξωτερικό |
law, social.sc., health. | règlement sur la couverture assurance maladie des soins reçus à l'étranger | ρύθμιση περί αρωγής στην αλλοδαπή με κάλυψη από ολλανδικό ταμείο υγείας |
law, immigr. | régularisation des étrangers | νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών |
law, immigr. | régularisation des étrangers | νομιμοποίηση αλλοδαπών |
gen. | Réseau euro-méditerranéen des instituts de politique étrangère | Ευρωμεσογειακή Επιτροπή Σπουδών |
econ., social.sc. | résidents de nationalité étrangère rentrant dans leur patrie | κάτοικοι ξένης υπηκοότητας που επιστρέφουν στην πατρίδα τους |
law, immigr. | salarié étranger | αλλοδαπός μισθωτός εργαζόμενος |
law, immigr. | scientifique étranger | αλλοδαπός ερευνητής |
gen. | secrétaire d'Etat au ministère des affaires étrangères | Υφυπουργοί Εξωτερικών |
gen. | secrétaire d'Etat au ministère des affaires étrangères et du Commonwealth | Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός, Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας |
gen. | secrétaire d'Etat au ministère fédéral des affaires étrangères | Υφυπουργός στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών |
gen. | secrétaire d'Etat auprès du ministre des affaires étrangères, chargé de la francophonie | Υφυπουργός παρά τω Υπουργώ Εξωτερικών, υπεύθυνη για τις Γαλλόφωνες Κοινότητες |
gen. | Secrétaire d'Etat aux affaires étrangères | Υφυπουργός Εξωτερικών |
gen. | secrétaire d'Etat aux affaires étrangères | Υφυπουργοί Εξωτερικών Υποθέσεων |
gen. | secrétaire d'Etat aux affaires étrangères | Yφυπουργός των Eξωτερικών |
polit. | Secrétariat de la commission des affaires étrangères | Γραμματεία της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων |
fin. | secteur officiel étranger | εξωτερικός επίσημος τομέας |
med. | sensation de corps étranger | αίσθησις του ξένου σώματος |
transp., mil., grnd.forc. | service ferroviaire étranger de voyageurs | σιδηροδρομική επιβατική μεταφορά για το εξωτερικό |
fin. | Service-conseil pour l'investissement étranger | υπηρεσία συμβούλων για επενδύσεις στο εξωτερικό |
law | signification des actes judiciaires à l'étranger | επίδοση των δικαστικών εγγράφων στην αλλοδαπή |
insur. | sinistre payable à l'étranger | αποζημίωση πληρωτέα στο εξωτερικό |
econ., fin. | société sous contrôle étranger | ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρίες |
econ., fin. | société étrangère | ξένη εταιρεία |
econ., fin. | société étrangère | αλλοδαπή εταιρεία |
account. | sociétés d'assurance et fonds de pension sous contrôle étranger | ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία που ελεγχόμενα αττό την αλλοδαττή |
account. | sociétés non financières sous contrôle étranger | μη χρηματοδοτικές εταιρείες ελεγχόμενες από την αλλοδαπή |
gen. | sous-secrétaire d'Etat adjoint au ministre des affaires étrangères | Υφυπουργός παρά τω Υπουργώ Εξωτερικών |
law, immigr. | sportif étranger | αλλοδαπός αθλητής |
law, immigr. | stagiaire étranger | αλλοδαπός μαθητευόμενος |
law, immigr. | stagiaire étranger | αλλοδαπός ασκούμενος |
econ. | statistiques entrantes sur les filiales étrangères | στατιστικές εισαγωγής για τις αλλοδαπές συνδεόμενες επιχειρήσεις |
econ. | statistiques sortantes sur les filiales étrangères | στατιστικές εξαγωγής για τις αλλοδαπές συνδεόμενες επιχειρήσεις |
econ. | statistiques sur les filiales étrangères | στατιστικές για τις αλλοδαπές συνδεόμενες επιχειρήσεις |
fin., invest. | stock d'investissement direct étranger entrant | εισερχόμενο απόθεμα |
fin., invest. | stock d'investissement direct étranger sortant | εξερχόμενο απόθεμα |
agric. | substance étrangère au lait | ξένη ουσία στο γάλα |
ed. | séjours de formation à l'étranger | μορφωτικά προγράμματα παραμονής στο εξωτερικό |
ed. | séjours de vacances et d'études à l'étranger pour les élèves motivés | παραμονή στο εξωτερικό για διακοπές ή σπουδέςγια τους μαθητές που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα - που εχουν τις ανάλογες επιδόσεις |
law | s'établir à l'étranger | εγκαθίσταμαι σε αλλοδαπό κράτος |
agric., industr. | tabac de provenance étrangère | καπνός ξενικός |
market., agric. | tabac de provenance étrangère | ξενικός καπνός |
agric., industr. | tabac de provenance étrangère | καπνός ξένης προέλευσης |
IT | technologie sous licence étrangère | τεχνολογία αλλοδαπής έγκρισης |
med. | teneur maximale en eau étrangère | μέγιστη περιεκτικότητα σε ύδωρ εξωτερικής προελεύσεως |
gen. | titre de séjour étranger | τίτλος παραμονής αλλοδαπών |
fin. | titre étranger | ξένος τίτλος τίτλος εξωτερικού |
fin. | titres étrangers | ξένοι τίτλοι; τίτλοι εξωτερικού |
fin. | titres étrangers | ξένοι τίτλοι |
econ. | tourisme étranger | αλλοδαποί τουρίστες |
law, IT | traitement effectué à l'étranger | επεξεργασσία δεδομένων στο εξωτερικό |
fin. | traitements et salaires étrangers | αμοιβές και μισθοί εξωτερικού |
law, immigr. | travail des étrangers | εργασία αλλοδαπών |
lab.law. | travailleur détaché à l'étranger par l'entreprise | εργαζόμενος που αποσπάται στο εξωτερικό από την επιχείρηση |
social.sc., lab.law. | travailleur étranger | αλλοδαπός εργαζόμενος |
immigr. | travailleur étranger | μετακαλούμενος εργαζόμενος |
law, immigr. | travailleur étranger détaché | αλλοδαπός αποσπασμένος εργαζόμενος |
law, immigr. | travailleur étranger hautement qualifié | αλλοδαπός εργαζόμενος υψηλής ειδίκευσης |
law, immigr. | travailleur étranger non salarié | αλλοδαπός μη μισθωτός εργαζόμενος |
law, immigr. | travailleur étranger saisonnier | αλλοδαπός εποχιακός εργαζόμενος |
law, immigr. | travailleur étranger salarié | αλλοδαπός μισθωτός εργαζόμενος |
social.sc., empl. | un régime spécial pour les ressortissants étrangers | ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους |
ed. | validation des périodes d'études accomplies à l'étranger | αναγνώριση των περιόδων σπουδών που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό |
transp., mil., grnd.forc. | vente à l'étranger | πώληση στο εξωτερικό |
gen. | vice-chancelier et ministre fédéral des affaires étrangères | Ομοσπονδιακός Αντικαγκελλάριος και Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών |
gen. | vice-premier ministre Tanaiste et ministre des affaires étrangères | Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Tanaiste και Υπουργός Εξωτερικών |
gen. | vice-premier ministre, ministre des affaires étrangères | Αντιπρόεδρος, Υπουργός Εξωτερικών |
gen. | vice-premier ministre, ministre des affaires étrangères, du commerce extérieur et de la coopération | Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργός Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας |
gen. | vote à l'étranger | άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε χώρα του εξωτερικού |
transp. | wagon étranger | όχημα εξωτερικού |
econ. | école à l'étranger | σχολείο εξωτερικού |
econ. | éducation des étrangers | εκπαίδευση για αλλοδαπούς |
econ., fin. | élargir ses activités à l'étranger | διευρύνω τις δραστηριότητές μου στο εξωτερικό |
med. | électro-aimant pour enlever les corps étrangers métalliques des yeux | ηλεκτρομαγνήτης για την αφαίρεση ξένων μεταλλικών σωμάτων από τα μάτια |
gen. | éloignement effectif de l'étranger | πραγματική απομάκρυνση του αλλοδαπού |
fin. | émission étrangère | έκδοση ξένου δανείου |
fin., econ. | émission étrangère | έκδοση εξωτερικού δανείου; έκδοση ξένου δανείου |
fin. | émission étrangère | έκδοση εξωτερικού δανείου |
law, tax. | établissement stable à l'étranger | μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό |
forestr. | étrange assortiment | ασυνήθιστη συλλογή |
gen. | étranger admissible dans le pays de destination finale | αλλοδαπός δεκτός στη χώρα τελικού προορισμού |
law, immigr. | étranger bénéficiant de la protection subsidiaire | αλλοδαπός που δικαιούται επικουρική προστασία |
law, immigr. | étranger bénéficiant de la protection subsidiaire | αλλοδαπός που δικαιούται επικουρικής προστασίας |
law, immigr. | étranger bénéficiant de la protection subsidiaire | αλλοδαπός δικαιούχος επικουρικής προστασίας |
stat., social.sc. | étranger de passage | αλλοδαπός επισκέπτης |
law, immigr. | étranger dépourvu de documents d'identité | αλλοδαπός χωρίς έγγραφο ταυτότητας |
law, immigr. | étranger dépourvu de documents d'identité | αλλοδαπός στερούμενος δελτίου ταυτότητας |
immigr. | étranger en situation irrégulière | παρανόμως διαμένων |
law, immigr. | étranger en situation irrégulière | παρανόμως διαμένων αλλοδαπός |
law, immigr. | étranger en situation régulière | νομίμως διαμένων αλλοδαπός |
law, immigr. | étranger en transit | διερχόμενος αλλοδαπός |
law, social.sc. | étranger indésirable | ανεπιθύμητος αλλοδαπός |
law, immigr. | étranger mineur | ανήλικος αλλοδαπός |
law, immigr. | étranger mineur non-accompagné | αλλοδαπός ασυνόδευτος ανήλικος |
fin. | étranger non-résident | ξένος μη κάτοικος |
fin. | étranger non-résident | αλλοδαπός μη κάτοικος |
immigr. | étranger privilégié | προνομιούχος αλλοδαπός |
lab.law. | étranger résident | αλλοδαπός με άδεια διαμονής |
law | étranger résident | διαμένων αλλοδαπός |
law, immigr. | étranger sans papiers | αλλοδαπός χωρίς χαρτιά |
gen. | étranger à l'espèce | ξένος προς το είδος |
immigr. | étrangers non-admis ou en situation irrégulière | αλλοδαποί στους οποίους απαγορεύθηκε η είσοδος ή που διατελούν παρανόμως |
econ. | étudiant étranger | αλλοδαπός φοιτητής |
law, immigr. | étudiant étranger | αλλοδαπός σπουδαστής |