common | |
gen. | συνήθης; σύνηθες |
agric. | κοινή διαλογή |
admission | |
immigr. | εισδοχή |
law | αποδοχή |
law immigr. | είσοδος στην εθνική επικράτεια; είσοδος στην επικράτεια; είσοδος στο έδαφος της χώρας; είσοδος στο εθνικό έδαφος |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα |
| |||
κοινή διαλογή | |||
κοινός | |||
| |||
συνήθης; σύνηθες | |||
English thesaurus | |||
| |||
common sense | |||
com; comm; comn | |||
| |||
c'mon (misconception of the words "come on," it should be "c'mon" urbandictionary.com Shabe) |
Common: 1479 phrases in 56 subjects |