critical | |
gen. | κρίσιμη; κρίσιμο; κρίσιμος |
acceptance | |
construct. | κατακύρωσις |
fin. | αποδοχή; γραμμάτιο τράπεζας; συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας; τραπεζική συναλλαγματική |
tech. mater.sc. | έγκριση; παραδοχή |
time | |
comp., MS | ώρα |
| |||
κρίσιμη; κρίσιμο; κρίσιμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
crit. | |||
cr |
Critical: 71 phrases in 21 subjects |