individual | |
gen. | ατομική; ατομικό |
commun. life.sc. patents. | ιδιαίτερος' ατομικός |
law market. | φυσικό πρόσωπο |
med. | οντότητα; μεμονωμένος; άνθρωπος; άτομο; ατομικός |
therapy | |
environ. | θεραπεία |
| |||
ιδιαίτερος' ατομικός | |||
φυσικό πρόσωπο | |||
οντότητα; μεμονωμένος; άνθρωπος | |||
εξατομικευμένο | |||
| |||
ατομική; ατομικό | |||
άτομο; ατομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
indiv |
Individual: 356 phrases in 44 subjects |