specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
measurable | |
med. | μετρήσιμος; μετρητός |
agree | |
gen. | συμφωνώ |
realistic | |
gen. | ρεαλιστική; ρεαλιστικό; ρεαλιστικός |
time | |
comp., MS | ώρα |
boning | |
mech.eng. construct. | ευθυγράμμιση διευθυντηρίων ράβδων |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
ειδικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
Specific: 707 phrases in 55 subjects |