dimension | |
gen. | μέγεθος |
comp., MS | διάσταση |
construct. | διαστασιοποιώ |
scient. | διάσταση |
tech. mater.sc. | διαστασιολογώ |
dimensioning | |
el. construct. | διαστασιοποίηση |
transp. construct. | διαπίστωση διαστάσεων; υπολογισμός διαστάσεων |
arbitrary: 41 phrases in 14 subjects |