blend | |
gen. | ανάμιξη |
coal. met. | ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων; συλλιπάσματα |
food.ind. | οίνος ανάμιξης |
med. | μίγμα; αναμιγνύω |
blending | |
agric. | ανάμιξη |
chem. el. | μίξη ανθράκων κατά αναλογία |
industr. construct. | χαρμάνιασμα |
mech.eng. | ρύθμιση εφαρμογής |
| |||
ανάμιξη | |||
οίνος εξ αναμίξεως; μίγμα | |||
ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων; συλλιπάσματα | |||
μείξη | |||
οίνος ανάμιξης | |||
μίγμα; κράμα; αναμιγνύω ανέμιςα; συγχωνεύω συγχώνεψα | |||
| |||
ανάμιξη | |||
σύμμειξη | |||
μίξη ανθράκων κατά αναλογία | |||
χαρμάνιασμα | |||
ρύθμιση εφαρμογής | |||
συνδυασμός φρένων δυναμικού μηχανισμού και τριβής | |||
| |||
αναμιγνύω | |||
English thesaurus | |||
| |||
blnd | |||
| |||
blending master control block |
blend: 62 phrases in 17 subjects |