| |||
αλμεκτικό δοχείο; δοχείο αμέλγματος; δοχείο συλλογής γάλακτος | |||
σώμα αρότρου; σώμα | |||
Διανομέας ινών | |||
κάδος | |||
καδίσκος; κάδος υδραυλικού τροχού; κλωβός | |||
πτερύγιο | |||
κάδος φόρτωσης υψικαμίνου | |||
κουβάς; μαστέλλο; σκάφη | |||
κάδος αντλήσεως; εκτροπέας | |||
κοχλιάριο; κουβάς με σκυρόδεμα | |||
| |||
Κάδος | |||
English thesaurus | |||
| |||
Bucket (A virtual container that holds a particular category of items or data) |
bucket: 170 phrases in 23 subjects |