DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +

to phrases
channeling ['tʃænlɪŋ] v
chem., el. διαύλωση
el. διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού
industr., construct. αυλάκωση
transp., met. δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου
channeling: 5 phrases in 3 subjects
Communications2
Electronics2
Life sciences1