channeling | |
chem. el. | διαύλωση |
el. | διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού |
industr. construct. | αυλάκωση |
channeling: 5 phrases in 3 subjects |
Communications | 2 |
Electronics | 2 |
Life sciences | 1 |