DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
clawback ['klɔːbæk] n
agric. ρήτρα έμμεσης επανείσπραξης
fin. διάταξη επιστροφής φόρου; διάταξη ανάκτησης κεφαλαίων
proced.law. απόδοση των κτηθέντων αιτία δωρεάς; υποχρέωση επιστροφής ή υπολογισμού δωρεών, γονικών παροχών ή κληροδοτημάτων
 English thesaurus
clawback ['klɔːbæk] abbr.
abbr., bank. better fortunes clause (May_Jasmine)
clawback: 2 phrases in 1 subject
Finances2