combine | |
agric. | θεριζοαλωνιστική μηχανή |
comp., MS | συνδυάζω |
industr. construct. | διπλιάζω |
transp. | σκευοφόρο όχημα; σκευοφόρος άμαξα |
combining | |
gen. | σχεδιασμός |
agric. | θερισμός-αλωνισμός |
| |||
θεριζοαλωνιστική μηχανή | |||
σκευοφόρο όχημα; σκευοφόρος άμαξα | |||
| |||
διπλιάζω | |||
| |||
συνδυάζω (To group together multiple windows of the same application under a single button on the taskbar's taskband) | |||
| |||
σχεδιασμός | |||
θερισμός-αλωνισμός | |||
συγκέντρωση; σύνθεση; ταξινόμηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
⇒ combined harvester | |||
comb | |||
comb. |
combine: 47 phrases in 13 subjects |