delay | |
gen. | καθυστερώ; αργώ |
earth.sc. | χρόνος καθυστερήσεως |
driver | |
agric. | εργαλείο διάναξης |
lab.law. | οδηγός; χειριστής μηχανής ασφαλτοστρώσεως |
mech.eng. | κινητήριος τροχός |
| |||
χρόνος καθυστερήσεως | |||
καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση; καθυστέρηση μετάδοσης | |||
| |||
καθυστερώ; αργώ | |||
English thesaurus | |||
| |||
del (ed) | |||
del; dl; dla; dly | |||
| |||
delay the game | |||
| |||
D (fuzes) | |||
| |||
To slow down the enemy's progression in a direction or in an area by the action of mobile detachments, through fires and obstacles. FRA |
delay: 382 phrases in 24 subjects |