demand | |
construct. | ζήτησις |
el. | ζήτηση ισχύος; φορτίο |
environ. | αξίωση; απαίτηση; ζήτηση; απαίτηση |
tech. law el. | ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας |
note | |
econ. IT dat.proc. | Σχόλιο |
| |||
απαιτώ | |||
ζήτησις | |||
ζήτηση ισχύος; φορτίο | |||
αξίωση; απαίτηση; ζήτηση | |||
ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας | |||
| |||
απαίτηση θερμού ή ψυχρού; ζήτηση θερμού ή ψυχρού | |||
| |||
απαίτηση | |||
| |||
αξιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
dem; dmd |
demand: 390 phrases in 33 subjects |