diskette | |
IT | εύκαμπτος δίσκος; εύκαμπτος μαγνητικός δίσκος; μικροδίσκος |
drive | |
gen. | οδηγός; οδηγώ; προωθώ |
comp., MS | μονάδα δίσκου |
econ. transp. mech.eng. | να ενεργοποιηθεί; να κινηθεί |
| |||
εύκαμπτος δίσκος; εύκαμπτος μαγνητικός δίσκος; μικροδίσκος | |||
δισκέτα |
diskette: 2 phrases in 1 subject |
Information technology | 2 |