fuel assembly | |
gen. | συγκρότημα στοιχείου πυρηνικού καυσίμου |
stability test | |
environ. | δοκιμή κυανού του μεθυλενίου; πείραμα σταθερότητας |
stat. | δοκιμή σταθερότητας; έλεγχος σταθερότητας |
| |||
συγκρότημα στοιχείου πυρηνικού καυσίμου | |||
διάταξη καυσίμου | |||
English thesaurus | |||
| |||
FA (Alex Lilo) |
fuel assembly: 12 phrases in 4 subjects |
Electronics | 1 |
General | 7 |
Mechanic engineering | 3 |
Transport | 1 |