induction | |
mech.eng. | εισαγωγή |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
| |||
εισαγωγή | |||
επαγωγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
ind; indn; induc |
induction: 200 phrase in 22 subjects |