German |
inflation | |
econ. | πληθωρισμός; διάβρωση της αξίας του νομίσματος' σταδιακή υποτίμηση' απώλεια της αγοραστικής αξίας του νομίσματος |
econ. fin. | διάβρωση της αξίας του νομίσματος |
econ. stat. | πληθωρισμός τιμών |
target | |
gen. | στοχεύω |
inflation targeting: 2 phrases in 1 subject |
Finances | 2 |