interchange | |
commun. | ανταλλαγή' διαμεταφορά |
fin. IT | διαμεταφορά |
med. | ανταλλαγή; ενδοχρωμοσωμική μετατόπιση |
transaction | |
commun. | δοσοληψία; τηλεδοσοληψία; τηλεσυναλλαγή |
| |||
ανταλλαγή' διαμεταφορά | |||
διαμεταφορά | |||
ανταλλαγή; ενδοχρωμοσωμική μετατόπιση | |||
διαμάντι; ανισόπεδος κόμβος; κόμβος τύπου "ρόμβου" |
interchange: 137 phrases in 18 subjects |