regional | |
med. | περιφερειακός; επιχώριος; τοπικός; τμηματικός |
calibration | |
comp., MS | μικρορύθμιση |
environ. | βαθμονόμηση |
math. | βαθμονόμησης |
med. | βαθμονόμηση |
stat. environ. | βαθμονόμηση προτύπου |
laboratory | |
med. | εργαστήριο |
| |||
περιφερειακός; επιχώριος; τοπικός; τμηματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
R |
regional: 610 phrases in 46 subjects |