clearance | |
gen. | εξουσιοδότηση; διάδρομος; ελεύθερος χώρος |
construct. | περιτύπωμα έργου |
el. | διάκενο |
life.sc. construct. | ελεύθερο διάστημα; ελεύθερο ύψος |
mech.eng. | χάρη κεφαλής |
met. | αρμός; συναρμογή |
English thesaurus | |||
| |||
RF |
request for: 100 phrase in 17 subjects |