spacing | |
agric. | απόσταση μεταξύ των γραμμών; φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων |
commun. | αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα |
el. | απόσταση |
met. construct. | απόσταση των κέντρων |
transp. | χωρικός διαχωρισμός |
| |||
απόσταση μεταξύ των γραμμών | |||
| |||
ανοίγματα | |||
| |||
φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων | |||
αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα | |||
απόσταση | |||
απόσταση των κέντρων | |||
χωρικός διαχωρισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
spacing in drilling | |||
| |||
Space Processing and Collection Internals Group |
spacing: 256 phrases in 24 subjects |