speed | |
gen. | επιταχύνω; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας; γραμμική ταχύτητα |
fin. | ταχύτητα προπληρωμής |
forestr. | γρανάζι μετάδοσης κίνησης |
law econ. IT | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας |
med. | ταχύτητα |
social.sc. | φασόλια |
position | |
med. | τοποθεσία |
and | |
gen. | και |
track | |
comp., MS | κομμάτι ήχου |
speed position and: 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |