| |||
άγονος; άκαρπος; στείρος | |||
άγονο; γαιώδεις προσμίξεις; στείρο; σύνδρομα ορυκτά; χώμα μεταλλεύματος | |||
άσηπτος; αποστειρωμένος; στείρος μικροβίων |
estéril: 15 phrases in 6 subjects |
Coal | 1 |
General | 1 |
Health care | 2 |
Life sciences | 4 |
Medical | 6 |
Natural sciences | 1 |