chloramphenicol | |
chem. | χλωραμφενικόλ; χλωραμφενικόλη |
health. pharma. | χλωραμφαινικόλη |
acetyl | |
med. | ακετύλιο |
transferase | |
med. | τρανσφεράση; μεταφοράση |
| |||
χλωραμφενικόλ; χλωραμφενικόλη | |||
χλωραμφαινικόλη (chloramphenicolum) | |||
χλωραμφαινικόλη |
Chloramphenicol: 3 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 1 |
Medical | 2 |