capillary | |
med. | τριχοειδές; τριχοειδές αγγείο; τριχοειδικός |
agglutination | |
med. | συγκόλληση; οροσυγκόλληση |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
τριχοειδές (vas capillare); τριχοειδές αγγείο (vas capillare); τριχοειδικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
c |
capillary: 161 phrases in 15 subjects |