| |||
χρηματοδοτώ; κονδύλιο | |||
| |||
εταιρία επενδύσεων | |||
| |||
σχηματισμός κεφαλαίου | |||
πράξη αναδιάταξης; πράξη παγιοποίησης; χρηματοδοτικό κονδύλιο | |||
παγιοποίηση ; κεφαλαιοποίηση ; αναχρηματοδότηση | |||
κεφαλαιοποίηση; προχρηματοδότηση | |||
| |||
ταμείο (ΕE) | |||
| |||
κεφάλαια | |||
τεχνικά αποθέματα | |||
| |||
διατίθενται πόροι για ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
fundamental | |||
| |||
Royce Global Trust, Inc. | |||
International Monetary Fund | |||
fundament; fundamental | |||
| |||
Fundatio ("foundation") |
fund: 1021 phrases in 47 subjects |